25/6/12

33.


Είχα πάει μέχρι το Πανεπιστήμιο, να μιλήσω με τον Καθηγητή.

«Η εργασία σας προχωράει με ταχύτατους ρυθμούς. Σας επιβραβεύω πάλι για το ζήλο σας».

[Μίλα μου στον ενικό, το πολύ να με περνάς πέντε χρόνια]

Όσο τον περίμενα όρθια στο ισόγειο γραφείο του, βαριόμουν οικτρά να διαβάσω τους τίτλους των βιβλίων του, να παρατηρήσω τα προσωπικά του αντικείμενα, να περιεργαστώ τις φωτογραφίες του από βραβεύσεις, στις οποίες καμάρωνε στο κέντρο, γύρω από πολλούς άλλους ανθρώπους. 

Σε μια απότομη στροφή μου προς το παράθυρο, το πάπλωμα κόντεψε να του ρίξει τη λάμπα γραφείου στο πάτωμα.
Δε νομίζω να τον πείραζε.
Αλλά καλώς το απέφυγα, νομίζω.

Έξω από το παράθυρό του ήταν μερικά σκουπίδια.
Το χαρτάκι από μια γκοφρέτα, μισό μπουκάλι νερό, κομμένο με το μαχαίρι στη μέση.

Ένα ζευγάρι παπούτσια μάγισσας.
Μαύρα, με κοντόχοντρο γοβάκι και μπαρέτα – φίδι. 

Το ένα ξαπλωμένο, πατημένο σχεδόν μέχρι να λιώσει. 

Το άλλο όρθιο. Έβγαζε ανεπαίσθητους πράσινους καπνούς. 
Είχε πέσει πάνω του το υγρό που έβραζε η μάγισσα, πριν την ξεμαλλιάσουν, τη βάλουν σ’ ένα σακί και την πετάξουν στο ποτάμι. 

Καλά, θα σώθηκε, είμαι βέβαιη. 

Για να την ταπεινώσουν κι άλλο, της έβγαλαν τα μαγικά παπούτσια της.
Δεν πρόλαβε να πει μια λέξη. Της έχωσαν στο στόμα μια μπάλα από τσαλακωμένο χαρτί.

Πρέπει να ήταν η ίδια μάγισσα, από κείνο το παραμύθι. 
Που είχε εφτά αδέρφια, όλα αγόρια, που κάποιος τα μεταμόρφωσε σε πουλιά και για να τα ξανακάνει ανθρώπους έπρεπε για εφτά χρόνια να πατάει αγκάθια με τα γυμνά της πόδια, να φτιάχνει φυτικές κορδέλες και τελικά να πλέξει εφτά πουλόβερ.

Εφτά χρόνια μουγκή, για να λυθούν τα μάγια.

Όταν τέλειωσε το έργο της και τ’ αδέρφια της έγιναν πάλι άνθρωποι, έβγαλε μια κραυγή χαράς, που μάτωσε τις φωνητικές χορδές της.
Μιλούσε και γελούσε για εφτά μέρες.

Μετά ο ένας αδερφός της αποφάσισε να τη σκοτώσει, γιατί – κατά τη γνώμη του – αυτή τους είχε κάνει τα μάγια κι από τύψεις πατούσε εφτά χρόνια τσουκνίδες για πάρτη τους.

Εντάξει, τον πρόλαβε τη μία φορά, αλλά κάποιος την αναγνώρισε στο δρόμο από τα παπούτσια με τη φιδίσια μπαρέτα, την ακολούθησε κι έτσι έμαθαν τ’ αδέρφια της πού κρυβόταν.

«Ωστόσο, πρέπει να βελτιώσετε τη μεθοδολογία σας, εννοώ να μην ενσωματώνετε πολλά προσωπικά στοιχεία στις αναλυτικές σας διαδικασίες, θεωρώ πως αυτό βλάπτει το τελικό αποτέλεσμα που πρέπει να είναι προσωποποιημένο μεν, ουδέτερο δε».

«Σα νετρόνιο;»

«Χεχ, ναι, δεσποινίς. Περίπου. Γιατί κοιτάτε συνεχώς έξω; Συμβαίνει κάτι;»

«Τίποτα. Να ρωτήσω κάτι προσωπικό. Μου επιτρέπετε;»

«Παρακαλώ, δεσποινίς.»

«Έχετε αδέλφια;»

«Έξι αδελφούς. Είμαστε όλοι πανεπιστημιακοί. Σ’ αυτήν εκεί τη φωτογραφία μπορείτε να μας δείτε.»

Τους φύτρωναν ξανά πούπουλα στα πρόσωπα, πάνω απ’ το τζάμι της κορνίζας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου