13/6/12

27.


«Να μη ζηλεύεις τ’ άλλα παιδάκια. Τους άλλους ανθρώπους. Τα ελεφαντάκια. Τα λουλούδια. Τα ρούχα. Τα παπούτσια».
Καλά, μαμά, δε θα ζηλεύω ούτε τα παιδάκια, ούτε τα ελεφαντάκια.
Για τα υπόλοιπα δε σου υπόσχομαι.

Άνοιξα το παράθυρο. Ο Δρόμος ήταν άδειος, ως συνήθως, κάθε Τετάρτη τέτοια ώρα που ξυπνάω, κοιτάζω απέξω και δε βλέπω τίποτα, μόνο τη ζήλια μου ν’ απλώνεται πάνω στις στέγες.

Μερικά περιστέρια τη μαζεύουν με την τριβή, κατά λάθος, από τις προσόψεις των κτιρίων και τη μεταφέρουν μέχρι την Αριστερή Όχθη.

Πού είσαι, τι κάνεις, γιατί επιμένεις στην ανθυποπαρουσία, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου, στη δική μου, δύσκολη Όχθη, την "Όχθη της Αρετής", να περάσουμε μαζί το ποτάμι, στην ανάγκη, να έρθω στη μέση μίας από τις γέφυρες και να σε πάρω απ’ το χέρι, να φτάσουμε μαζί απέναντι.

Να σε περπατήσω μια ευθεία μέχρι το Marais, να σου κρατάω το χέρι και μόλις φτάσουμε έξω απ’ το Pompidou ν’ αρχίσεις να με φιλάς μέχρι να μπορούμε να στεκόμαστε όρθιοι.

Μέχρι τότε θα τρώω γενναίες κουταλιές από τη ζήλια μου, το πρωί, με τον καφέ, μέχρι να πειστώ ότι «ίσως να μην κάνει να φαντάζομαι την πιο πάνω σκηνή».

Μέχρι να χωνέψω ότι ποτέ δε θα έρθεις, γιατί η ανθυποπαρουσία θα σε κρατάει βιδωμένο σ’ ένα καναπέ στην άλλη άκρη της πόλης.

Κάθισε εκεί. 
Δεν βαριέσαι. 
Η ζήλια θα με θρέψει για κανένα χρόνο ακόμα κι ύστερα θα έχω ψηλώσει τόσο που θα πιάνω τα περιστέρια από τις σκεπές, χωρίς να έχω την ανάγκη κανενός κλειδιού ταράτσας.

2 σχόλια: