8/11/13

67.

Βρισκόταν κάτω από μια στoίβα ρούχα, 
όσο έγραφε αυτό:



Cement

The streets were full of my drugs
So I kept watching my reddish couch
Clinging to the left
As I went through my clothes

I decided to get rid of my fangs
Tear them off and zip them in a pouch
Considering the theft
Of what should be my dose

My albino self had left me years ago
So there I had stood
Almost black and grey
Every day I sank away

Some sort of goo was oozing from my hands
Finally was cement, replacing my two hearts

27/10/13

66.



Ακούω ένα πλυντήριο να στύβει. Είκοσι κιλά ρούχα, είναι από τα μεγάλα πλυντήρια, τα επαγγελματικά, αυτά που έχουν τα καθαριστήρια κι έχει πετάξει μέσα τους ο κύριος του ταμείου δυο παλτό χοντρά, μια μολυβοθήκη, τρεις ταινίες του Φελίνι και τη στολή του Σπάιντερμαν
και δε σταματάει να στύβει, δε σταματάει, θα χαλάσει η στολή του Σπάιντερμαν και
το μόνο που θέλω είναι να βγει ολόκληρη από μέσα, να τη φορέσω και ν' ανέβω στην ταράτσα και να πετάξω μαζί της, το ξέρω, ο Μπάτμαν "πετάει", ούτε αυτός δηλαδή, ο Σούπερμαν είναι ο μόνος που πετάει κανονικά, αλλά τώρα θέλω να πετάξω κι εγώ ως Σπάιντερμαν, για να κρύβονται τα μάτια της αράχνης, 18 βολβοί σε κάθε μια κοιλότητα κι εγώ δε βλέπω τίποτα, ψέματα, δε θα βγω στην ταράτσα, θ΄ανέβω στη σκεπή της εκκλησίας, στο τέρμα του δρόμου, πώς θ' ανεβώ εκεί πάνω όμως, πώς θα φάω κάτι που να μην περνάει μέσα από ένα καλαμάκι, πώς θα σταματήσω να σκέφτομαι ότι θέλω να πεθάνουν δέκα άνθρωποι (τους μισούς απλά τους έχω δει από μακριά), για να χαρώ κάπως, δηλαδή ούτε πάλι θα χαρώ, θα "εκδικηθώ" μέσω του θανάτου τους για κάτι που συνέβη σε μένα, που αυτό συνέβη τυχαία, δε λέω, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το πάθει, δεν κατηγορώ κάποιον γι' αυτό, τ' αδέρφια του Ματιέ έχουν εξαφανιστεί όλα, ο ίδιος ψάχνει παντού, στην αστυνομία, στους δρόμους, στα εξοχικά των φίλων τους, θα χαλάσει η στολή, σταματήστε το στύψιμο, δε μπορώ ν' ανέβω στην κορυφή της εκκλησίας με τα ρούχα του νοσοκομείου, "πού είναι, παιδί μου, οι γονείς σου, ο κηδεμόνας σου ποιος είναι", ο κηδεμόνας μου έπεσε πριν 26 χρόνια πάνω σε μια λεμονιά και τα οξέα των χυμών των καρπών του τρύπησαν τις φλέβες κι από τότε δεν άνθισε ξανά και κανείς δε μου μίλησε για κείνον, μόνη μου κρυφάκουγα και να ξέρετε ότι δε σας μισώ ακριβώς, απλά θέλω να μην αναπνέετε τον ίδιον αέρα με μένα και να μη με κοιτάτε στο πρόσωπο, δε θέλω να σας βλέπω να με βλέπετε, σταματήστε το πλυντήριο, το ξέρεις ότι εγώ δε μπορώ να γραφτώ στο Ταμείο Ανεργίας, αν μείνω χωρίς δουλειά, γιατί δεν προβλέπεται στις διατάξεις που διέπουν το επάγγελμά μου, δηλαδή αν δεν το ξέρεις, μάθε το. 

*ήπιε ένα αγχολυτικό ακόμα, αφοσιώθηκε στην οθόνη που υπήρχε μπροστά της, μέτρησε ως το 3620 και το πλυντήριο ακόμα έστυβε*

28/4/13

24/4/13

64.



Εκείνη η ταινία όπου ο Αλ Πατσίνο δε μπορούσε να κοιμηθεί.
Γενικά, ο Αλ Πατσίνο δε νομίζω να κοιμαται πολύ. 
Ούτε στην άλλη ταινία κοιμόταν. 
Δε θυμάμαι τον τίτλο της, αλλά είχε βγει στις αίθουσες όταν ήμουν φοιτήτρια, στα πρώτα έτη και η ουσία της ήταν η φράση:  
I know people who know people  
who have friends in high positions. 
Έχω κι εγώ μια τέτοια φίλη, Γαλλοϊσπανίδα ανιψιά του Πρύτανη. 
ΓΟΥΑΟΥ.
Ισπανογαλλίδα. 

Καλύτερα έτσι.

Σ' αυτήν δεν αρέσει ο Πατσίνο, την τρομάζει, λέει.
Άρνηση της πραγματικότητας, θα το χαρακτήριζα αυτό.
Πιο πιθανό είναι εσύ να τον τρομάξεις, αν τον δεις ποτέ.
Σε καμιά Βενετία, π.χ., στο Φεστιβάλ αν καταφέρεις να τον 
πλησιάσεις, αν δεν στην πέσουνε 15 μπράβοι,
αν τον σταματήσεις,
αν τον κοιτάξεις και αν του πεις:

"Κύριε Αλ, είστε τρομακτικός. Κάνατε ληστείες,
πουλούσατε ναρκωτικά, σκοτώνατε τ' αδέρφια σας,
τσιμεντώνατε ανθρώπους και τους ρίχνατε 
στο East River". 

"Ναι, αλλά έχω κάνει δωρεές σε πολύ κόσμο".

ΠΛΑΤΣ

Χαστούκι από το μπράβο - μεγάλο φαν του Αλ. 

Αυτό θα έτρωγε, χαμός
στη Βενετία, σε συναγερμό οι γονδολιέρηδες
να σώσουν τη χαζή που αρνήθηκε την πραγματικότητα
και πήγε να μιλήσει στον σταφιδιασμένο Πατσίνο,
αντί να μείνει μακριά,
τον θυμάται στο Dog Day Afternoon 
να τα κάνει όλα πουτάνα και να χαίρονται και
τα κρύσταλλα στο σαλόνι από τη λάμψη που είχε
στο κούτελο, όσο κι αν ίδρωνε σαν amateur ληστής.

Ο Αλ, ο υποδειγματικός amateur ληστής.
Να δεις, αυτός θα μου 'κλεψε το tub
από το εργαστήριο.
Θα το καπνίσει πριν προλάβω εγώ.
Αν ανταλλάξουμε λίγη αϋπνία με λίγη υπερυπνία, 
θα του το παραχωρήσω πάντως.   

 


 

 

  
       
 
 

18/4/13

63.

Ξεκόλλησε μια φλούδα μπογιάς απ' το ταβάνι στο σαλόνι 
και παρίστανε το κομφετί στο πάτωμα για δυο - τρεις ώρες, 
μέχρι να γυρίσω
απ' το εργαστήριο, 
να τη σκουπίσω και να την πετάξω.

"Δεν το βάφω εγώ αυτό το πράμα, αν ανέβω σε σκάλα,
το μόνο βέβαιο είναι ότι θα πέσω κάτω, άσε που θα πιτσιλιστούν
τα μαλλιά μου με τη μπογιά και μετά δε θα φεύγει με τίποτα".

Τότε είπα ότι πρέπει να γράψω μια ιστορία για τα τσιγάρα πριν
και μετά την επίσκεψη στον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρο, 
αλλά θεώρησα 
ότι πάνω - κάτω οι μισές ιστορίες για τα τσιγάρα
για τέτοιους λόγους θα έχουν γραφτεί.

Ας μην κάνουμε περιττά πράγματα. 

Έχω παρατηρήσει πως, όταν μπαίνεις μέσα στο γραφείο του
"ψυ" σου (όπου "ψυ" οποιοσδήποτε ειδικός από αυτούς),
ρωτάς από ευγένεια "τί κάνετε", σου απαντάνε και δε σε ρωτάνε ποτέ πίσω
"εσύ τί κάνεις".

Έχει μια λογική αυτό, θα καταλάβουν τί κάνεις, 
μόλις απλωθείς στην καρέκλα τους, 
είναι η δουλειά τους
να καταλάβουν τί κάνεις, 
απλά το επισημαίνω
και μάλλον έχουν δίκιο γιατί τί να τους πεις;
"Καλά."/ "Χάλια"/ "Μέτρια"/ "Αδιάφορα".

Θα μπορούσες βέβαια να τους πεις και κάτι πιο πρωτότυπο
ως απάντηση, που να είναι ενδεικτικό της κατάστασής σου, 
π.χ. τη λέξη "toffee". 
Σήμερα είμαι toffee, χτες ήμουν μια βίδα σε τραπέζι μπιστρό,
αύριο θα είμαι ένας κόμπος σ' ένα μάλλινο πουλόβερ. 

Σε κάθε περίπτωση, έχασα ένα tube από τη φυγόκεντρο,
είναι λογικά κάπου στο εργαστήριο και δεν το εντοπίζω
και ίσως έπρεπε να γράψω μια ιστορία γι' αυτό,
αλλά και το tube με τσιγάρο μοιάζει, γιατί είναι μακρόστενο,
έχει μέσα λευκό διάλυμα και έχω σκεφτεί πολλές φορές
τί θα γινόταν αν κάπνιζα το ίζημά του.
Πριν ή μετά τον "ψυ". 

Περιέχει βέβαια ελάχιστο ανθρακικό ασβέστιο, 
ίσως έβαφε ικανοποιητικά
το επίμαχο σημείο του ταβανιού.  
Αν το βρω το tube, θα το φέρω σπίτι.
Αφού περπάτησε για να φύγει μέσα από το 
μηχάνημα, 
δε θα του κάνει κόπο ν' ανέβει μια
σκάλα και ν' απλωθεί ατάραχα στο ταβάνι.
 



8/4/13

62.

Σήμερα έβγαλα καταπληκτικά αποτελέσματα στο εργαστήριο.
Όπως τα είχα υπολογίσει, 
ήταν σωστά τα αντιδραστήρια και ό,τι
έλεγε η εξίσωση, επαληθεύτηκε.
Επίσης, σήμερα έστριψα σωστά 
το πρώτο μου τσιγάρο.
Όχι το πρώτο που κάπνισα σωστά, 
το πρώτο που έστριψα σωστά. 
Το έβαλα στην πλαστική άδεια θήκη του iPod, που την έχω πάνω στο γραφείο
για να τη γεμίζω με πασατέμπο, 
τον οποίο ποτέ δεν τρώω,
απλά τον αφήνω μερικές μέρες 
να κάθεται στο κουτί
και μετά τον ανανεώνω απλά, 
σα να ποτίζω μια γλάστρα,
ώστε να με κοιτάνε περίεργα οι συνάδελφοι.

Μια φορά με ρώτησε κάποιος τί ήταν ο σπόρος αυτός και του τραγούδησα τον "Πασατέμπο".
Άρεσε στους Γάλλους και στη Σενεγαλέζα καθαρίστρια.

Ο Ματιέ γύρισε από τη Μασσαλία, 
το πρώτο βράδυ πήγαμε να φάμε, 
περπατούσαμε στο Marais, 
είδαμε τον παιδικό του έρωτα στο δρόμο,
από μακριά, μου την έδειξε, 
ξεκίνησε να μου μιλάει γι' αυτήν
(τυχαία την είδαμε)
όση ώρα ψάχναμε να εντοπίσουμεένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο, 
του είπα 
"δε θέλω να ξέρω τίποτα,
προχώρα, πεινάω" 
κι έστριψα στραβά ένα τσιγάρο πάλι και ήμουν
τσαντισμένη χωρίς κανένα προφανή λόγο, 
γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί της όταν ήταν 8, όχι πριν δυο μέρες, για παράδειγμα.

Με κοιτούσε με απορία, 
με ρώτησε την ώρα που έτρωγα
μια σούπα με λέμονγκρας 
"γιατί αντέδρασες έτσι", 
του είπα 
"τη μισώ, γι' αυτό", 
"μα δεν την ήξερες και στο κάτω κάτω...",
"μα δε με νοιάζει που δεν την ήξερα",
"δε μπορείς να λες ότι τη μισείς",
"μπορώ",
"δε μπορείς να μισείς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις",
"μισώ το Χίτλερ, δεν τον ξέρω, επομένως μπορείς",
"μα η κοπέλα δεν ήταν ο Χίτλερ",
"δε με ενδιαφέρει ποιά ήταν, 
δεν ήθελα να ξέρω πως είναι,
δεν ήθελα να ξέρω πώς πιάνει τα μαλλιά της, 
τί ρούχα φοράει
και τώρα ξέρω",
"και τη μισείς γι' αυτά",
"τη μισώ για ό,τι γίνεται στον κόσμο, 
αυτή φταίει για ό,τι
γίνεται στον κόσμο",
"είσαι παράλογη",
"είσαι προπέτης, ποτέ δε σε ρώτησα να μου πεις τίποτα προσωπικό σου",
"αυτά τα πράγματα συμβαίνουν",
"τί είναι αυτό στο χέρι σου;"
"ποιό;"
"αυτό το σημάδι, σα να έχεις κάνει πληγή",
"μήπως φταίει αυτή και γι' αυτό;",
"δεν κάνω πλάκα, είναι πρασινοκόκκινο, σε τσίμπησε τίποτα;"
"ο παραλογισμός σου",
"πρέπει να πάμε σε ένα φαρμακείο τουλάχιστον",
"δεν θα πάμε, γιατί μπορεί να δούμε πάλι τυχαία αυτήν
και να της πεις ότι τη μισείς",
"α, κι εσύ να ντραπείς για μένα που τη μισώ;",
"δεν είναι αυτό, είναι παράλογο αυτό που είπες,
δε μπορώ να στο εξηγήσω πιο απλά",
"το σημάδι μεγαλώνει",
"ιδέα σου είναι, όπως τόσες άλλες".

Έπιασα το λέμονγκρας με το δείκτη και τον αντίχειρα. 
Το έβαλα στο στόμα μου, 
δάγκωσα δυνατά τη ρίζα.
"Δε μπορείς να καταλάβεις".

Το κινητό του χτύπησε, ήταν ο μεγάλος του αδελφός, το σήκωσε χωρίς καμία, μα καμία διάθεση.

"Γύρισες πίσω;"
"Ναι"
"Bienvenu"
"Merci"
"Πώς ήταν;"
"Όπως πάντα, εσύ;"
"Όλα καλά, η Ζουλιέτ επιτέλους πήρε την προαγωγή, τα παιδιά ok,
έχω βγάλει ένα περίεργο εξάνθημα στην πάνω πλευρά της παλάμης,
θα το κοιτάξω μόλις μπορέσω"
"Ναι, οπωσδήποτε, μπράβο για τη Ζουλιέτ, 
θα σε δω στο πανεπιστήμιο 
αύριο ή μεθαύριο".

Έκλεισε το κινητό. 

Έφτυσα τη μισή ρίζα του λέμονγκρας στο ξύλινο μπολ.
"Ο αδερφός μου...".
"Το άκουσα, μιλούσε δυνατά", 
"Εγώ δεν πάω στο φαρμακείο, κάτι
θα άγγιξα, κάποιο λουλούδι, κάποιο ζωάκι, κάποια επιφάνεια στο 
πανεπιστήμιο".

"Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις.",
"Το ίδιο ισχύει και για σένα".
"Ναι, αλλά εγώ το παραδέχομαι".
Έφτυσα και το υπόλοιπο λέμονγκρας στο μπολ.













27/3/13

61.


Στους Αμπελόκηπους, τη γειτονιά μου στην Αθήνα, τα φώτα των δρόμων
ανάβουν αργά, 
με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο που σβήνουν τα καντήλια.
Κρέμονται από κουτσουλισμένα σύρματα, 
είναι μακρόστενα
και η καρδιά τους είναι ένα πορτοκάλι που δε μυρίζει τίποτα,
ίσως λίγη κάπνα απ' τα ψητοπωλεία της Πανόρμου,
αλλά γενικά δε νομίζω να μυρίζει συχνά, 
μόνο όποτε φυσάει νοτιοδυτικός άνεμος, 
αν δεν τον ρουφήξει κι αυτόν καμιά σαγρέ είσοδος εξαόροφης πολυκατοικίας.

Στο Παρίσι ο χειμώνας έδειχνε ότι δε θα τελείωνε ποτέ
κι αν συνέχιζε να κάνει τόσο κρύο,
ειλικρινά,
θα 'παιρνα τη βαλίτσα μου κι ένα αεροπλάνο - με το ακριβότερο εισιτήριο,
για να κάνω τη διαφορά - 
ώστε να βρεθώ σε τέσσερις ώρες 
στους Αμπελόκηπους,
να μαζέψω όλα τα πορτοκάλια 
μ' ένα μακρόστενο ραβδί 
ή μια μπάλα του μπάσκετ. 

Με το ραβδί μπορείς να κουνήσεις 
το εξωτερικό κάλυμμα από το φως, 
να πέσει ανυποψίαστο,
να γίνει κομμάτια στο πάτωμα.
Και μετά μπορείς να βάλεις 
τον αδερφό σου πολύ προσεκτικά να πιάσει το πορτοκάλι που θα έχει
εμφανιστεί από μέσα, ακέραιο και καυτό. 

Με τη μπάλα του μπάσκετ 
σκάνε κατευθείαν στο πάτωμα
το γυάλινο ριγωτό κάλυμμα και 
οι σάρκες του πορτοκαλιού.
Αν σκύψεις από πάνω, 
το τελευταίο ζωντανό κουκούτσι θα σου
πει με ό,τι κουράγιο του έχει απομείνει από την πτώση:
"πάτα με, να γίνω μια πούλπα, κουράστηκα να φαντάζομαι
τ' αυτοκίνητα του δρόμου".

Την τελευταία φορά που το έκανα, λίγο πριν φύγω απ' την Ελλάδα,
άνοιξε το πορτοκάλι στα τέσσερα και το 'φαγε η άσφαλτος.

"Σημάδι"
Φύγε πριν φας εσύ την άσφαλτο κι αφήσεις πάλι τη γειτονιά χωρίς φως 
και χωρίς τεχνητή άνοιξη. 




7/3/13

60.

Στο Παρίσι δεν έχουμε ακρογιαλιές.
("Έχουμε". Λες και είναι δικό μας.)

Μία λύση είναι ν' αράξεις σ' εκείνα τα "πεζοδρόμια" εκατέρωθεν του Σηκουάνα.
Πάντα πρωί, γιατί το βράδυ φοβάσαι.
Μη σου επιτεθούν, μη σε κλέψουν, μην περάσει κανένα bateau mouche με χαζοχαρούμενους Αμερικάνους, 
που θα χαιρετάνε όποιον βλέπουν μπροστά τους μέσα από τα τζάμια, 
καταπίνοντας κρασιά απ' το Λίγηρα.

Ο Ματιέ λείπει στη Μασσαλία, για μια δουλειά.
Με παίρνει τηλέφωνο κάθε βράδυ.
Δεν μιλάει καμία λέξη στα ελληνικά.
Ξέρει μόνο το "καλημέρα". 
Δεν θέλω να το λέει ποτέ μπροστά μου.
Δεν θα του μάθω καμία λέξη στα ελληνικά.
Η προφορά των Γάλλων στις ξένες γλώσσες είναι αστεία.

Το βράδυ πριν φύγει για το ταξίδι ακούσαμε Τσιτσάνη.
Ζήτησε να του δείξω ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Πήρε το τρένο την επόμενη κι έρχεται πίσω σ' ένα μήνα. 

Κάθε βράδυ, χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω και μου λέει στα γαλλικά:
"Γειά σου, είμαι καλά, θα πάω για ύπνο.
Πάρε τα χάπια σου. Τα πήρες;"

Εγώ κάνω ένα νεύμα "ναι", που δεν το βλέπει, αλλά το ξέρει.

"Και τώρα τραγούδησέ μου το ρεφραίν από κείνο το τραγούδι που έγραψε ο κύριος με το μουστάκι, για κορίτσια σαν εσένα,
πριν καν αυτά γεννηθούν".