3/6/12

23.


Nat,

Δε σου λέω «καλημέρα» ή ό,τι άλλο, γιατί δεν ξέρω τί ώρα θα φτάσει αυτό το χαρτί στην Αθήνα. Δε μ’ αρέσει να το λέω «γράμμα», γράμμα είναι το «ω» π.χ. κι όχι ένα χαρτί γεμάτο από γράμματα. 

Επίσης, δε σου λέω «ελπίζω να γύρισες καλά», γιατί είδα μια φωτογραφία σου μ’ ένα γατί, στο σπίτι σου στην Αθήνα, δυο μέρες μετά που έφυγες, οπότε θα ήταν μια χαζή ερώτηση/ευχή για κάτι που ήδη έχει συντελεστεί.

Από τότε που έφυγες, πήγα μια βόλτα στη Montmartre, με μια παλιά φίλη Γιαπωνέζα (απ’ το "Erasmus") και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα της φαινόταν ν’ αρχίσω να ρολάρω στα σκαλιά κάτω απ’ την εκκλησία. 

Ίσως το νόμιζε για «τοπικό έθιμο», κάτι «ευρωπαϊκό» και να μην καταλάβαινε την κρισιμότητα της κατάστασης.

 Όπως αντιλαμβάνεσαι, το απέφυγα. 

Μετά ήπιαμε από κείνους τους απαίσιους καφέδες σ’ ένα μπιστρό στην πλατεία της Montmartre, γιατί η Γιαπωνέζα ήθελε να χαζεύει τους μουσαμάδες που θα γινόταν πίνακες.

Απ’ όταν έφυγες έχω φάει συνολικά: ένα πιάτο φασόλια, δύο κούπες γάλα, τέσσερα ροδάκινα, μερικά μπισκότα και δυο σοκοφρετάκια από αυτά που μου έφερες.
Έχουν περάσει τρεις μέρες, αλλά είναι αρκετό φαγητό αυτό για μένα. Ξέρεις, η «κρισιμότητα της κατάστασης», under-eating and oversleeping.

Διαβάζω αρκετά, μόνο τα μαθήματα όμως, τίποτα άλλο δε μπορώ να διαβάσω, γιατί η απάθειά μου έχει φτάσει στο σημείο να εκτιμά τα λογοτεχνικά εξώφυλλα και τα κουτιά απ’ τις ταινίες, χωρίς να μου δίνει το έναυσμα να προχωρήσω στην αυτονόητη κίνηση, το άνοιγμα του βιβλίου ή του κουτιού.

Όλα τούτα με το πάπλωμα μαζί, που έχει αρχίσει να με ζεσταίνει υπερβολικά, αλλά κάνω υπομονή. 
Τουλάχιστον αυτή την εποχή δε θα κρυώνουν τ’ αγάλματα της γειτονιάς - να μην έχω αγωνία και γι’ αυτό. 

Έχω γεμίσει με τη μουσική σου ένα δωμάτιο ολόκληρο, η τελευταία σου ερμηνεία είναι ένα από τα λίγα πράγματα που μου έδιναν κουράγιο στην προηγούμενη εξεταστική. Μέχρι που – σχεδόν – χόρευα στην καρέκλα του αναγνωστηρίου.

Νατ, το λέω μόνο σε σένα αυτό, θέλω ν’ ανέβω στον τελευταίο όροφο του Pompidou και να πετάξω. Έχω ακούσει πως, άμα δεις πάνω από δέκα φορές εκείνο το έκθεμα – πιάνο επενδυμένο με τσόχα, στον 4ο όροφο του μουσείου, μετά φυτρώνουν φτερά στις ωμοπλάτες σου και μπορείς να πετάξεις για μερικά λεπτά στον ουρανό του Beaubourg, σαν διαμαρτυρία για το vulgaire κάλυμμα των πλήκτρων από κείνη την παχιά, αποκρουστική στρατιωτική τσόχα.

Στον αέρα του Marais ίπτανται κι άλλα ημιτόνια, ιδίως απ’ όταν έφυγες και τ’ άφησες πίσω σου.
Περπατάω στο Δρόμο κι αυτά κατακαθίζουν στους ώμους μου, σα να πέφτουν από δέντρα. Δεν τα ξεσκονίζω από πάνω μου. Σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος που τ’ άφησες να σκάσουν στον αέρα.

Σε φιλώ, σε περιμένω ξανά και σ’ ευχαριστώ για όλες εκείνες τις νότες.
Είναι ό,τι μας έχει απομείνει.

Ν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου