21/11/16

73.

"Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο", πριν τριάντα τρία χρόνια γράφτηκε τούτη η φράση κι από τότε την έκαναν σημαία, παντιέρα στα λιγδιασμένα χέρια κάθε υποκριτή που έπεφτε από τα σύννεφα μπροστά στις φαυλότητες της κοινωνίας που ο ίδιος τάιζε.  

"Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους", έγραψε ο ποιητής της ήττας της αριστεράς, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την έκλαψε με αξιοπρέπεια επί δεκαετίες, πριν αποχωρήσει από τον κόσμο, ένα καλοκαίρι που όλοι εξατμιζόμασταν στις όχθες του ποταμιού, χωρίς να βρίσκουμε πέτρες για να το τιμωρήσουμε. 

Ποιον αντίλογο μπορούσες να προτάξεις σε έναν τέτοιο ποιητή, όποιες κι αν ήταν οι πολιτικές σου απόψεις, τι να του έλεγες, πώς να χειριζόσουν τα επιχειρήματά σου, ώστε να σου εξομολογηθεί μετά το πέρας της ανάπτυξής τους ότι είχες δίκιο (αν αυτό είχε κάποιο - οποιοδήποτε - νόημα); 

Ένα παράδειγμα θα ήταν το εξής:
"Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου" παραδέχθηκαν ότι υπέφερες και βγήκαν στη μέση του δρόμου κραυγάζοντας "εγώ θα σε βοηθήσω".

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν" να βρουν τη δική σου και να μετακομίσουν μερικά από τα κρίματά τους (και) εκεί, για να έχεις μια παρέα, τα βράδια που δεν θα σε πιάνουν τα αγχολυτικά. 

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα" μην τυχόν και τους έφερνες αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους και τώρα τους βλέπεις να ζουν δακρύζοντας με κάθε κύτταρο υποκρισίας απέναντι στα δεινά τρίτων και τέταρτων ανθρώπων, αγνώστων για τους οποίους δεν κοστίζει τίποτα η λύπη. 

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ" και τώρα δεν βγαίνουν από το σπίτι τους, όχι γιατί δεν ντρέπονται που σου χρωστάνε, λεφτά, ησυχία, ηρεμία πνεύματος και χιλιάδες ευρώ για τους ψυχοθεραπευτές σου, αλλά επειδή αγάπησαν ξαφνικά την ασκητική ζωή και βρήκαν το νόημα σε τοίχους γεμάτους με έργα τέχνης αγορασμένα από μια μονίμως σκυθρωπή σύζυγο.

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν" και τώρα αλλάζεις εσύ όταν τους συναντάς, για να μην τους λοιδορήσεις ή, για να λέμε όλη την αλήθεια, για να μην τους φτύσεις καταμεσής του δρόμου. 

"Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους", τη ζωή τους και τον θάνατό τους, περνώντας μπροστά από κτήρια στην πρόσοψη των οποίων θα αναρτηθεί μια μέρα το κηδειόχαρτο, πάνω στο οποίο θα αναγράφονται λαμπρά λόγια, όπως "κηδεύουμε σήμερα τον αγαπημένο μας σύζυγο, αδερφό, θείο", παραλείποντας την ιδιότητα του πατέρα, καθώς κανένα γραφείο τελετών δεν θα μάθει την αλήθεια, ότι στην πραγματικότητα κηδεύουμε τον πατέρα της τρομοκρατίας στον χώρο εργασίας, τον πατέρα του φαρισαϊσμού, τον χριστιανομαλάκα της καρδιάς κάθε πενηντάρας ζωντοχήρας που ονειρευόταν τη μεγάλη αστική ζωή της Μητρόπολης. 

Φέτος δεν φοβήθηκα περισσότερο, γιατί έχω μάθει να μετράω τις ώρες διαφορετικά. 



11/11/16

72.

"I don't remember
lighting this cigarette
and I don't remember
if I'm here alone
or waiting for someone."


Στην εικοστή τέταρτη προσπάθεια συγγραφής της στενάχωρης αυτοβιογραφίας μιας εικοσιεπτάχρονης καταθλιπτικής ζωής, ανέβασα τον δείκτη εκφραστικής δυσκολίας εξαιτίας της φύσης των αδάμαστων συναισθημάτων. Για να γράψεις όπως ονειρεύεσαι, δεν βοηθάει ούτε το Marais, ούτε άλλη γειτονιά του Παρισιού ή του κόσμου, γενικότερα. Βοηθούν οι εγνωσμένου κύρους λογοτέχνες - όχι αυτοί που σε τάιζαν με το ζόρι στις σχολικές και πανεπιστημιακές τάξεις, αλλά όσοι έβαζαν λέξεις πλάι πλάι σαν να έστρωναν πέτρες σε δρόμους και σε τοίχους, σαν να συναρμολογούσαν την παράλληλη ζωή που από πάντα περίμενες να σε προσκαλέσει για να μπεις μέσα της, τροπαιοφόρος, κατακτητής. 

Διαβάζοντας ξανά τις πενήντα στριμωγμένες σελίδες όπου παρέθετα αναμνήσεις και τρέχουσες εμπειρίες, παρατήρησα μια διαρκή άρνηση. Επαναλαμβανόμενες φράσεις όπως "δεν θυμάμαι", "δεν ξέρω", "δεν μπορώ". Αποκλείεται να μην θυμόμουν και να μην ήξερα και να μην μπορούσα; Τι θα έλεγε ο αναγνώστης, ο οποίος θα έπιανε στα χέρια του ένα τόσο μεγαλόπνοο στη σύλληψη σύγγραμμα κι αντί για σπαρακτικές εξομολογήσεις και τεκμηριωμένες αιτιολογίες θα έβρισκε διαδοχικές παραθέσεις και αρνήσεις; 

Ήταν το αποτέλεσμα της πίκρας, για την οποία είχε τοποθετηθεί ένας λεπτός άγγελος. 


"How bitter were
the Prozac pills
of the last
few hundred mornings."

2/11/16

71.

Το καλοκαίρι στα γενέθλια του Η. μιλήσαμε στο τηλέφωνο για να του στείλω μια τούρτα, κι ας μην αγαπάει πολύ τα γλυκά, τα αγαπάω εγώ κι έτσι τα φτιάχνω και τα ξεφορμάρω και τα στέλνω στους δικούς μου ανθρώπους.
Μιλούσα με τον Η. στο τηλέφωνο και του έλεγα πόσο είχε φρακάρει η ψυχή μου μέσα από την ηθελημένη στέρηση της ξεκούρασης, αντί - φυσικά - να του θέσω το ζήτημα ολοκληρωμένα. Τι να πεις, βέβαια, κι από το τηλέφωνο, το οποίο σιχαίνεσαι εδώ και χρόνια, μαζί με διάφορα άλλα καθημερινά χρήσιμα πράγματα. 

Κι έλεγε ο Η., "σε ρωτάνε τι θέλεις από τη ζωή σου και δεν ξέρεις τι να απαντήσεις" και πράγματι, τι να απαντήσεις, λεφτά δεν θέλεις, υπό την έννοια ότι καλά ζεις και με αυτά που έχεις τώρα, δόξα δεν θέλεις, παρότι δεν ξέρεις τι είναι, γιατί δεν την έχεις ζήσει, ίσως όμως την παρομοιάζεις ασυναίσθητα με τα φτερά του Δαιδάλου, οπότε ας παραμείνεις μακριά της, παιδιά δεν θέλεις, τουλάχιστον τώρα, ίσως και αύριο, ίσως και όχι, δεν έχεις καταλήξει ως προς το τι σχέση έχεις με τα παιδιά, φιέστες στο πλαίσιο συμβολαίων ρύθμισης προσωπικής κατάστασης δεν θέλεις, να γράφεις στίχους σε τοίχους δεν θέλεις, γιατί το κάνουν άλλοι για σένα και μάλιστα καλύτερα, να χορέψεις ξανά μια καλοκαιρινή μέρα δεν θέλεις, παρότι μπορεί και να σου συμβεί, να χαζεύεις όλη μέρα παλιές φωτογραφίες του Delon δεν θέλεις, να καις όλη μέρα, μήπως αυτό θέλεις, ίσως, να καις, να φουσκώνεις και να αδειάζεις και ξανά από την αρχή, παρότι δεν αντέχεις τον εαυτό σου όταν σου συμβαίνει τούτο, μια φορά στα 4 χρόνια δηλαδή, αραιά θα έλεγες πως εκδηλώνεται, η φέρουσα ικανότητά σου εξαντλείται και επανακυκλοφορεί με μια βολική περιοδικότητα. 

Τι θέλεις; Δεν απαντάς γιατί είναι παγίδα. Αφήνεις τον Η. να απαντάει, τον Κ., τον Μ., τον έτερο Η. 

Ετεροκαθορισμός η ενηλικίωση, χωρίς καμιά φιλολογική ή άλλη προειδοποίηση.