30/6/12

34.


Έξω απ’ το μετρό στη Bastille φυσούσε ζεστός αέρας.
Ξεράθηκαν οι φακοί πάνω στα μάτια μου.
Ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα βλέφαρα, ο αριστερός κόντεψε να φύγει από το μάτι μου.
Δε θα ήθελα να ψάχνω ένα φακό έξω απ’ το μετρό.
Κατέβηκα στην αποβάθρα με προσοχή, με το αριστερό μάτι σχεδόν κλειστό.
Περίμενα 5-6 λεπτά. Δεν έπαιζε μουσική. Ήταν αργά, 11 παρά 15, σχεδόν όλοι οι Παριζιάνοι χωμένοι στις φωλιές τους.

Μια κυρία γύρω στα 40 και κάτι, περπάτησε αργά τις σκάλες, διέσχισε την αποβάθρα ακόμα πιο αργά, χελώνα έξω απ’ το νερό, και κάθισε δίπλα μου.
Ήμασταν οι δυο μας και μια παρέα από πιτσιρίκια, αυτά στην άλλη άκρη της αποβάθρας, κοντά στις κρατικές διαφημίσεις:

«Τρώτε λιγότερο αλάτι, λιγότερη ζάχαρη, περισσότερα φρούτα».

Δεν έπιασαν οι παραινέσεις του γαλλικού υπουργείου υγείας.

Η κυρία φύσηξε τη μύτη της σ’ ένα ροζ χάρτινο μαντίλι.
«Γιατί κλαίτε; Πείτε μου κι εμένα, πρέπει να υγρανθούν τα μάτια μου, μ’ ενοχλούν οι φακοί μου».
«Να μη σας νοιάζει. Και να φοράτε γυαλιά. Οι φακοί είναι ανθυγιεινοί. Και να τρώτε λιγότερο αλάτι, λιγότερη ζάχαρη, περισσότερα φρούτα.»
Της άνοιξα τη σακουλίτσα με τα γλυκά, που έχω πάντα στην τσάντα μου.

Διάλεξε 4 ζαχαρένια φασολάκια.

«Κλαίω που είστε τόσο νέα και σας είδα να σέρνετε ένα τόσο βαρύ πάπλωμα Ιούνιο μήνα. Ο γιος μου κουβαλάει πάντα μαζί του μια κιθάρα, στην πλάτη, αλλά εσείς, πάπλωμα, ω Θεέ μου, γιατί.»

Ήταν η τελευταία μέρα του Ιουνίου. Την επόμενη μέρα θα έβγαινα έξω χωρίς το πάπλωμα.
Παρότι δεν είχα κιθάρα, για ν’ αντικαταστήσω το θεμιτό εκείνο βάρος.

25/6/12

33.


Είχα πάει μέχρι το Πανεπιστήμιο, να μιλήσω με τον Καθηγητή.

«Η εργασία σας προχωράει με ταχύτατους ρυθμούς. Σας επιβραβεύω πάλι για το ζήλο σας».

[Μίλα μου στον ενικό, το πολύ να με περνάς πέντε χρόνια]

Όσο τον περίμενα όρθια στο ισόγειο γραφείο του, βαριόμουν οικτρά να διαβάσω τους τίτλους των βιβλίων του, να παρατηρήσω τα προσωπικά του αντικείμενα, να περιεργαστώ τις φωτογραφίες του από βραβεύσεις, στις οποίες καμάρωνε στο κέντρο, γύρω από πολλούς άλλους ανθρώπους. 

Σε μια απότομη στροφή μου προς το παράθυρο, το πάπλωμα κόντεψε να του ρίξει τη λάμπα γραφείου στο πάτωμα.
Δε νομίζω να τον πείραζε.
Αλλά καλώς το απέφυγα, νομίζω.

Έξω από το παράθυρό του ήταν μερικά σκουπίδια.
Το χαρτάκι από μια γκοφρέτα, μισό μπουκάλι νερό, κομμένο με το μαχαίρι στη μέση.

Ένα ζευγάρι παπούτσια μάγισσας.
Μαύρα, με κοντόχοντρο γοβάκι και μπαρέτα – φίδι. 

Το ένα ξαπλωμένο, πατημένο σχεδόν μέχρι να λιώσει. 

Το άλλο όρθιο. Έβγαζε ανεπαίσθητους πράσινους καπνούς. 
Είχε πέσει πάνω του το υγρό που έβραζε η μάγισσα, πριν την ξεμαλλιάσουν, τη βάλουν σ’ ένα σακί και την πετάξουν στο ποτάμι. 

Καλά, θα σώθηκε, είμαι βέβαιη. 

Για να την ταπεινώσουν κι άλλο, της έβγαλαν τα μαγικά παπούτσια της.
Δεν πρόλαβε να πει μια λέξη. Της έχωσαν στο στόμα μια μπάλα από τσαλακωμένο χαρτί.

Πρέπει να ήταν η ίδια μάγισσα, από κείνο το παραμύθι. 
Που είχε εφτά αδέρφια, όλα αγόρια, που κάποιος τα μεταμόρφωσε σε πουλιά και για να τα ξανακάνει ανθρώπους έπρεπε για εφτά χρόνια να πατάει αγκάθια με τα γυμνά της πόδια, να φτιάχνει φυτικές κορδέλες και τελικά να πλέξει εφτά πουλόβερ.

Εφτά χρόνια μουγκή, για να λυθούν τα μάγια.

Όταν τέλειωσε το έργο της και τ’ αδέρφια της έγιναν πάλι άνθρωποι, έβγαλε μια κραυγή χαράς, που μάτωσε τις φωνητικές χορδές της.
Μιλούσε και γελούσε για εφτά μέρες.

Μετά ο ένας αδερφός της αποφάσισε να τη σκοτώσει, γιατί – κατά τη γνώμη του – αυτή τους είχε κάνει τα μάγια κι από τύψεις πατούσε εφτά χρόνια τσουκνίδες για πάρτη τους.

Εντάξει, τον πρόλαβε τη μία φορά, αλλά κάποιος την αναγνώρισε στο δρόμο από τα παπούτσια με τη φιδίσια μπαρέτα, την ακολούθησε κι έτσι έμαθαν τ’ αδέρφια της πού κρυβόταν.

«Ωστόσο, πρέπει να βελτιώσετε τη μεθοδολογία σας, εννοώ να μην ενσωματώνετε πολλά προσωπικά στοιχεία στις αναλυτικές σας διαδικασίες, θεωρώ πως αυτό βλάπτει το τελικό αποτέλεσμα που πρέπει να είναι προσωποποιημένο μεν, ουδέτερο δε».

«Σα νετρόνιο;»

«Χεχ, ναι, δεσποινίς. Περίπου. Γιατί κοιτάτε συνεχώς έξω; Συμβαίνει κάτι;»

«Τίποτα. Να ρωτήσω κάτι προσωπικό. Μου επιτρέπετε;»

«Παρακαλώ, δεσποινίς.»

«Έχετε αδέλφια;»

«Έξι αδελφούς. Είμαστε όλοι πανεπιστημιακοί. Σ’ αυτήν εκεί τη φωτογραφία μπορείτε να μας δείτε.»

Τους φύτρωναν ξανά πούπουλα στα πρόσωπα, πάνω απ’ το τζάμι της κορνίζας.

24/6/12

32.


Όταν γυρίζεις αργά το βράδυ στο Δρόμο, ξενυχτισμένη, ανεβαίνεις τις σκάλες του σπιτιού, φτάνεις στο δεύτερο όροφο, ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις μέσα, κοιτάζοντας προσεκτικά πίσω σου, μη σ’ έχει ακολουθήσει κανείς.

Ξεβάφεις τα μάτια σου προς τις δύο κατευθύνσεις και μοιάζουν με το χαμόγελο του Joker στα χρώματα του Batman.

Η αντιμεταθετική ιδιότητα των ηρώων σου.

22/6/12

31.









Χτες το απόγευμα αγόρασα ξανά το «Freedom» του Franzen.
Το πήρα από ένα βιβλιοπωλείο κοντά στο «Fontaine des automates».

Τα βιβλία τα λένε «μπουκέν», εδώ, στην αργκό.
Για μένα, κάθε βιβλίο, μια μπουκιά.
«Μπουκινερί», με σχεδόν αόρατο το «ε», το βιβλιοπωλείο.

Περνώντας από τα νερά του Στραβίνσκι, άφησα το βιβλίο στην άκρη του σιντριβανιού, μπροστά από την πολύχρωμη γοργόνα.

Μπήκα στο σπίτι, τηλεφώνησα στην Α, που δουλεύει σε δισκοπωλείο και είναι αμερικανίδα. 
Την ξέρω λίγο, αλλά νομίζω ότι είναι φίλη μου. 
Κατά τον Franzen, σίγουρα είναι φίλη μου.

«Αν σπάσεις ένα βυνίλιο, μπορείς να το κολλήσεις κάπως και να ξαναπαίξει;», τη ρώτησα στ’ αγγλικά.

«Nothing’s really broken, darling. Don’t imagine that broken vinyls go to heaven, like your grandpa, for instance».

«Άρα, τα κολλάς και παίζουν ξανά, ας πούμε, χωρίς τριγμούς και τέτοια;»

«They stick on their own. You just give them a little hug, as they try to push their lines towards their spine».

21/6/12

30.


«Λοιπόν, άκου να δεις τι θα κάνουμε. 

Θα ντυθούμε με ανοιξιάτικες φούστες, full skirts, από τζιν ύφασμα, θα βάλουμε κι ένα σορτσάκι από μέσα, να είμαστε άνετες, από πάνω ένα λεπτό φανελάκι, ένα καρό τραπεζομάντιλο και θα πάμε στις Tuileries

Δε θα βρούμε κεραμίδια, μην είσαι αφελής. 

Ναι, πες με τώρα εμένα αφελή, που παίρνω σβάρνα τα Monoprix και σου βρίσκω τα καλύτερα ρούχα στις καλύτερες τιμές. 

Σε κάθε περίπτωση, θα βάλεις αυτά που σου είπα, θα έρθω να σε πάρω με τα πόδια,
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ ΛΕΩ.

Θα το περπατήσουμε μέχρι εκεί και θα γυρίσουμε με το μετρό.

Μετρό, τι ωραία λέξη, μετρώ τις ώρες στο μετρό.

Στο θέμα μας. 

Θα πάμε μια βόλτα μέχρι τον κήπο και θα καθίσουμε κάτω.
Μόλις ξαπλώσεις στο γρασίδι, και στο άσπρο χώμα μη σου πω, θα σταματήσεις να σκέφτεσαι. Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο;»

Της το ‘κλεισα στη μούρη. Δεν έχω full skirt, τις έχω αφήσει όλες στην Ελλάδα.

17/6/12

29.


Ok, that was really bad luck.
I was returning from the “Carnavalet” Museum, which is in the neighborhood, and I thought I saw that guy with the thorn on his side. 
The one with whom I had once shared a table, at the Left Side.
Well, just as I was sure I had seen him, at the exact same time, I saw my friend M, the Greek gal, walking down the street – can’t remember the street’s name right now – and I thought, “Oh, my Gosh, these two should definitely meet, they’d be great together”. 

M saw me from a bit far away, and as she was hailing me in her soft voice, I lost sight of the guy.
I really wanted them to meet. I really did.
But I couldn’t ignore M to chase some guy I had once seen at a cafeteria.
She would call me crazy, if I even tried to explain. 

Anyway, after that I thought I might have been really intrusive into their lives.
Firstly, the poor guy’s life.
Secondly, M’s life, which I think, this particular period, sucks, yet I would love her to find some guy like him. 
She’s like a work of art, you know. 

People may think or even say I am more beautiful than her, but that’s not true. I kind of take things superficially and she kind of takes things seriously enough to carry a duvet around her, all the time.

That’s probably why I believe she’s a work of art. She’s a girl with a duvet on her shoulders.
Well, she was out for a walk and I was out for a walk after the museum and we walked a little bit more, until we reached “Notre-Dame-des-Blancs-Manteaux”. 

Then it occurred to me that the guy could have replaced his heart with the thorn.
And I decided never to think about trying to bring these two together.
After all, the thorn would rip the duvet into its slices of fluffy garment. 

Maybe M is a garment right now.