31/5/12

22.


Χτες βράδυ έκανα ότι διάβαζα ένα περιοδικό και μου ‘πεσε η στάχτη πάνω σε μια τάση της μόδας, που νομίζω ήταν μια δαντέλα γκρι , οπότε ταίριαζε με τη στάχτη και δε μ’ ένοιαξε, μετά έκλεισα το περιοδικό, έσβησα το τσιγάρο, πέταξα το περιοδικό με δύναμη πάνω στον καναπέ και κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου, γιατί το μικρό μαύρο τέρας είχε ξυπνήσει κι έπρεπε να πάω να το κοιμίσω κατευθείαν, χωρίς περιοδικά και στάχτες, γιατί είχε γεμίσει τα πνευμόνια μου και ήθελε φαγητό το τέρας, ήθελε να με φάει ή να φάει τα jelly beans μου, που είναι πάντα απλωμένα παντού στο σπίτι, γιατί πριν χρόνια νόμιζα ότι η ζάχαρη διώχνει τα τέρατα, αλλά είχα κάνει λάθος, τα τέρατα αναβλύζουν από μέσα σου, χωρίς καμία απολύτως πρόσκληση.

30/5/12

21.



An American girl in Paris” is such a cliché. They’ve even named lame books after that phrase.
I’ve been living on that street with the strange name since I was 18. I abandoned my family back in San Francisco, because I wanted to live and study in this city.
My life’s ok, my parents keep providing me with money and I’m a part-time employee at a vinyl store. It’s in the neighbourhood. Life’s good here.
I study French literature. Why else would I be here in the first place?

My friends come from a lot of countries. They’re mostly Spanish, Italians, Greeks and Algerians.

Nothing extraordinary takes place in this neighbourhood. Well, only yesterday, I met a boy with a thorn in his side.
He sat on a lovely café, near Saint Germain, on the Left Side, his ribs were aching so badly he couldn’t hold his – terrible, by the way – coffee in his right hand. 

Coffee tastes so terrible in Paris, sometimes I which a secret weapon would destroy all those coffee machines. 

Anyway, I wanted to have a cup of tea, so we shared his table, after asking him if I could join him, ‘cause I’m an American girl in Paris, therefore I can ask anything, anyone, anywhere. 
All the other tables were full, of course.

He was reading a book, I think it was a book by Oscar Wilde - come on now, if you reside in Paris, you should read French books.

But that’s just me.

Anyway, I obviously asked him why he was in such pain, caused by a mere thorn in the side (I know I’m indiscreet, I want to know everything) and he told me he had had a “murderous desire for love”, which caused him this kind of syndrome. 

That was an adequate explanation. I wished him luck and told him to stop being in pain and go find the girl he liked.
Yet, I only told him that this girl he liked would have been hanging around the Centre Pompidou and the Right Side, in general.

He said he was afraid to cross any bridge between the two sides.

Pond Neuf would do the work for you. It always makes you want to cross it”.
I spend more than 15 thousand euros per year, just to be able to cross those bridges.

29/5/12

20.


Ο Δημήτριος Ροδόπουλος, σε μια επιστολή του προς τη Νίκη, με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 1968, έγραφε ότι το Παρίσι θα τον πλακώσει.

Εγώ δε γράφω επιστολές, ούτε μηνύματα στέλνω, μόνο emails.

Ο Ροδόπουλος δεν είχε τη δυνατότητα να στείλει ηλεκτρονικό μήνυμα.
Ή να τηλεγραφήσει στη Νίκη ότι «το Παρίσι θα τον πλακώσει».
Έπιασε ένα μπλοκ μικρό και ορθογώνιο, άσπρο τότε, μπεζ σκούρο σήμερα, κι έγραψε αυτό το πράμα.

Έστειλα ένα email στους γονείς μου:
«Το Παρίσι είναι όπως το θυμάστε.
Μουσείο και τρελοκομείο ταυτόχρονα.
Εμένα δε θα με πλακώσει.
Εγώ θα το πλακώσω.
Θα με ξεκολλήσετε με κόπο απ’ τα γρασίδια του Forum des Halles».

Κύριε Ροδόπουλε, τι θα λέγατε αν μένατε κι εσείς κολλημένος σ’ αυτά τα γρασίδια; Όποιος δικός σας κι αν είχε πεθάνει, δε θα σας έλειπε κάπως λιγότερο;

Συγγνώμη για το «κύριε», τους πεθαμένους δεν τους αποκαλούμε «κυρίους».
(μου το έμαθαν στο σχολείο αυτό)
Ωστόσο, σάς απευθύνομαι με την ιδιότητα του λογοτέχνη που θα ‘κανε τη ζωή του σ’ αυτή τη γειτονιά, ακόμα κι αν βούλιαζε ολόκληρη η Μεσόγειος.

«Η Μεσόγειος βουλιάζει, μαμά, δε θα ‘χουμε θάλασσες να μπαίνουμε μέχρι τους αστράγαλους. Μαμά, κάποιος να πλακώσει τη Μεσόγειο, όπως θα πλακώσω εγώ το Forum de Halles».

28/5/12

19.


Θυμάσαι πριν οκτώ χρόνια, οκτώ, το «όρθιο άπειρο», τέτοιες μέρες, που ήρθες απ’ το σπίτι της Αθήνας, κι εγώ διάβαζα για να δώσω ένα μάθημα, πολύ δύσκολο, δύσκολο ως το άπειρο;

Θυμάσαι που κρατούσες στα χέρια σου το βιβλίο μου και μου ‘λεγες, «πέταξέ το, μη διαβάσεις».
Χωρίς, βέβαια, να συμπληρώσεις αυτό που περίμενα.
Το «πάμε να φύγουμε, πάμε μια βόλτα εδώ γύρω». Όχι μέχρι το Μεξικό. Μέχρι το σουβλατζίδικο.  

Αντ’ αυτού, φόρεσες τις παντόφλες σου (τις είχες φέρει απ’ το σπίτι σου) και κάθισες στον πορτοκαλί καναπέ κι έβγαλες ένα πακέτο καρέλια.

(τα καρέλια τα σωστά καπνίζονται στις σκάλες)

Το βράδυ ξάπλωσα δίπλα σου στον καναπέ. Δε σε φίλησα, δε με φίλησες. Με το αριστερό μου χέρι μετρούσα τα πλευρά σου.
Ξύπνησα στις 5, για να συνεχίσω το διάβασμα.
Δεν πέρασα το μάθημα. 

Τα πλευρά σου ήταν 11. Όσα μπορούσα να ψηλαφήσω. Δεν έχει σημασία.

Δεν πέρασα το μάθημα.
Δεν πέρασα, ρε βλάκα, το μάθημα και φταις εσύ που μου έβγαλες παντόφλες αντί για ένα παραμύθι παιδικό, στα όρια του απλοϊκού, να το διαβάσουμε αγκαλιασμένοι και να τελειώσει εκεί το άλλο «παραμύθι». Αφού για κάτι παραπάνω δεν ήμασταν.

Σε κάθε περίπτωση, σε θυμήθηκα σήμερα, κατεβαίνοντας τη Rue des Rosiers, επειδή έπεσα πάνω σ’ ένα παντοφλάδικο.
Οκτώ χρόνια μετά, σου εύχομαι να φοράς ανατομικές.

(Εγώ ακόμα ξυπόλυτη και μέσα στο σπίτι και στο γραφείο.
 Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό)

25/5/12

18.


Σήμερα πήγα για ψώνια. Μη φανταστείς πολλά πράματα, καφέδες, φίλτρα, χαρτιά κουζίνας. Τι να κουβαλήσεις μόνη σου.
Ελαφρά αγαθά, σαν την καταναλωτική μου συνείδηση.
Έκανα έναν τεράστιο κύκλο από το σούπερ μάρκετ μέχρι το Δρόμο.
Είδα και τον απέναντι, σ’ ένα παγκάκι. Φυσικά, διάβαζε. Δεν του μίλησα.
(Χωρίς τσιγάρο στο χέρι δε θα μ’ αναγνώριζε, εξάλλου)
Πιο πολύ για να μη με ρωτήσει γιατί δεν κουβαλούσα το πάπλωμα.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι κάπου είχα αφήσει το πάπλωμα.
Το είχα ξεχάσει.
Ξαναγύρισα στο παγκάκι του απέναντι. Τον σκούντηξα: «κράτησε για λίγο τις σακούλες, ξέχασα κάτι, κάπου, πάω να το πάρω κι έρχομαι».
Φυσιολογικό του φάνηκε. Κουβέντα δεν είπε.

Ναι, αλλά πού είχα ξεχάσει το πάπλωμα;
Στο άγαλμα πίσω από τον SaintEustache.
Νομίζω ότι η αρχική μου σκέψη ήταν να το σκεπάσω, γιατί είναι ένα τεράστιο λίθινο κεφάλι, που ακουμπάει σε μια γούβα της κρύας πλατείας και βρέχεται από παντού.
Μέσα στη νύστα μου, το ακούμπησα πάνω στον ιδεατό λαιμό του. Κι έτσι πήγα για ψώνια, ανάλαφρη δήθεν.

Το βρήκα στη θέση του και το έσυρα, όπως ο Αχιλλέας τον Έκτορα σ’ όλο το Beaubourg. Για δική μου τιμωρία που το άφησα, έτσι, χωρίς να νιώσω ότι κάτι μου έλειπε.
Πάντα μου λείπει κάτι.
Γι’ αρχή, ας σκεπάζω αγάλματα που κρυώνουν.

24/5/12

17.


Ξεκλείδωσα και το πρώτο πράγμα που είδα στο πάτωμα του σαλονιού ήταν το «The Wall».
Είχαν σπάσει οι άκρες του κουτιού του CD.
(Σιγά μην είχα και τον δίσκο)

Κάποιος από αυτούς που τους δάνεισα το διαμέρισμα για τρεις ώρες θεώρησε σκόπιμο να το ακούσει (το CD ήταν ακόμα μέσα στο laptop) και μετά να δείξει την οργή του για το καλλιτεχνικό πόνημα, πετώντας το στο πάτωμα.

Γιατί να πετάξεις το «The Wall» στο πάτωμα;
Πέτα το τουλάχιστον στον τοίχο, να είσαι μαλάκας μεν, σημειολογικά εύστοχος δε.

Αλλά ξέχασα, τοίχος με τοίχο, δε συναντιέται. Ούτε σπάει.
Εκτός από την περίπτωση σεισμού.
Στο Marais δεν κάνει σεισμούς.
Στην Αθήνα κάνει συνέχεια.
Αλλά εκεί δε χρειάζεται να σπας τη μουσική στο πάτωμα.

22/5/12

16.


Μην κλαις. Θα πλημμυρίσει το ποτάμι.
Είσαι ικανή να καταργήσεις τις όχθες.

Το ξέρω ότι το κάνεις για να καταστεί η κάθε rive, rivière.

Αλλά δε θα βγει ο ήλιος και τα πλακόστρωτα δε θα γίνουν άμμος.
Μην κλαις, σου λέω.

Υπάρχει ένα δέντρο στην πλατεία κοντά στο Δρόμο, που σε κοιτάζει με συμπάθεια. Μπορεί να έχει φλέβες κι αρτηρίες.

Χαϊδεύεις τον κορμό του, όποτε κάθεσαι στο - σχεδόν εφαπτόμενο - παγκάκι.
Αντί να πηγαίνεις στους κήπους του Λουξεμβούργου, προτιμάς τη μίζερη πλατεία.
Δεν έχεις κόψει ποτέ ούτε ένα φύλλο απ’ αυτό το δέντρο.
Μην κλαις, γιατί το δέντρο θ’ αρχίσει να φυλλορροεί.
Μην κλαις, γιατί δεν είσαι φτιαγμένη για ποτάμια και λίμνες.
Γύρισε στο Δρόμο σου και μην περιμένεις τίποτα.
Οι εκλεκτές παρέες σου θα φροντίσουν μια μέρα να κόψουν το δέντρο και θα σ’ αναγκάσουν να τρέχεις σε μια αληθινή rivière.

Τότε να σε δω.

20/5/12

15.


Η τήρηση των νόμων, είναι υποχρέωση όλων των πολιτών.
Αυτά ψιθυρίζουν οι Γάλλοι, μέσα στα μπιστρό και τα McDonalds.
Νόμοι είναι, μεταξύ άλλων, το δίκιο του εργάτη, το δίκιο του πελάτη, το δικό σου δίκιο.
Πήγα στο κανάλι πριν μερικές μέρες.
Δε θυμάμαι σε ποια όχθη του, εξάλλου δε μπορείς να χωρίσεις αυτή την πόλη σε περαιτέρω όχθες, είναι λάθος. 

Αποφάσισα να τηρώ κι εγώ τους νόμους.
Κυρίως το νόμο που λέει ότι «οι δυνάμεις που εξασκούνται από την αλληλεπίδραση δύο σωμάτων, είναι πάντα ίσες κατά το μέτρο και αντίθετες κατά τη φορά».
Ίσως να είναι ένας παροδικός ενθουσιασμός, ελλείψει αλληλεπίδρασης με έμψυχα όντα.
Αυτό καθιστά τη λήψη της απόφασης διασκεδαστικά εύκολη.
Ίσως, βέβαια, να μην υπάρχει το ως άνω μέτρο.
Κι ίσως, ακόμα, αντί για «φορά», να διάβασα «φόρα».

17/5/12

13/14. 14/13.


13/14.
«Δεν έχω κουρτίνες. Τί να τις κάνεις τις κουρτίνες εδώ πέρα.
Ας πλησιάσω στο παράθυρο. Τόσες μέρες κλεισμένος μέσα, τί έκανα και δε θυμάμαι;
Α, διάβαζα. Κι αυτή η κοπέλα απέναντι. Τί να έκανε; Να διάβαζε κι αυτή;
Τη λυπάμαι που δεν έχει μπαλκόνι. Εμένα δε με λυπάμαι, γιατί δεν καπνίζω, οπότε δε μου χρειάζεται το μπαλκόνι σε μια πόλη που βρέχει συνέχεια.
Από την άλλη πλευρά του δρόμου βρέχει συνέχεια, νομίζω.»

14/13.
Ξύπνησε ο απέναντι.
Πάλι δεν έστρωσε το κρεβάτι του.
Καλά και το δικό μου πάντα όπως ξυπνάω το αφήνω.
Βρέχει συνέχεια αυτές τις μέρες και πάντα μπαίνω κάτω απ’ το πάπλωμα.

Ο γιατρός μου είπε να μην κοιμάμαι συνέχεια.
Του είπα «δεν κοιμάμαι, απλώς μπαίνω κάτω από το πάπλωμα».
Μετά μου χαρακτήρισε αυτή τη συμπεριφορά ως το «σύνδρομο του μεταξοσκώληκα». Βαμβακερά σεντόνια για την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Τρομερά αστείο.

13/14.
«Ούτε φως έχουμε αυτές τις μέρες, ούτε τίποτα. Αυτή γιατί καπνίζει πάλι, με το πάπλωμα στον ώμο;
Τώρα που το σκέφτομαι, σα να την είδα χτες να κατεβαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας με το ίδιο πάπλωμα στον ώμο! Αν είναι δυνατόν!
Ποια χημική εξίσωση μπορεί να εξηγήσει άραγε αυτή την προσκόλληση στο πάπλωμα;»

14/13.
Ο γιατρός μου είπε να διπλασιάσω τη δόση του παπλώματος. Αλλά δεν του άρεσε που έφτασα μέχρι το ιατρείο, σέρνοντας τέτοιο βάρος στον ώμο.
Στα πνευμόνια το έχω το βάρος, αλλά δεν του το λέω, για να μη μου πει «πάψε να καπνίζεις». Αν και, ντάξει, δεν θα μου το πει, είναι πολύ ευγενής.
Ο απέναντι δε στρώνει το κρεβάτι του. Λες να κυκλοφορεί κι αυτός με το πάπλωμα στον ώμο; Ακόμα και τις μέρες που έχει ζέστη;
Το πιθανότερο είναι να το κρύβει σε κανένα ντουλάπι.
Έτσι κάνουν όλοι. Σχεδόν όλοι. Ενώ πρέπει να κουβαλήσουν το πάπλωμα, να τους δει ο κόσμος, ν’ αναρωτηθεί το «γιατί», το κλειδώνουν στα πατάρια.
Το δίνουν στις μανάδες τους να το πλύνουν και να του χώσουν μερικές λεβάντες στις πτυχές. Ωραιοποίηση του παπλώματος.
Έτσι παραμένεις μια ζωή σκουλήκι. Που κρυώνει.

Θα βγαίνω έξω με το πάπλωμα, μέχρι να μάθουν όλοι ότι υπάρχουν άνθρωποι που, αναγκαστικά, πρέπει να το κουβαλάνε μαζί τους.


14/5/12

12.


Αστεία περίπτωση. Αστεία, σου λέω.
Σου λέει «έχεις τη Δύναμη». Κι αυτή ισούται με το γινόμενο της μάζας με την επιτάχυνση.
Και περιφέρεις τη μάζα σου εσύ, ανά τις γειτονιές της Rive Droite και το μόνο που χρειάζεσαι είναι αυτή η επιτάχυνση.
«Φάε την τελευταία σου μπουκιά, τη Δύναμή σου». Τίποτα δε μπορείς να φας. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η τελευταία μπουκιά, δε θα σου δώσει καμία Δύναμη.
Ίσως μια μέρα να πέσεις – κατά λάθος – πάνω σε μια πηγή επιτάχυνσης. Κι εσύ να μην την εκλάβεις, ως έχει. Να την αφήσεις να ξεδιπλωθεί μόνη της.
Σε ένα μήνα, δύο, πέντε.
Η μάζα σου θα μειώνεται, βέβαια, καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αλλά θα αντικαθιστάς ό,τι γραμμάρια χάνεις με καπνό πρώτης ποιότητας.
Η τελική σου Δύναμη θα είναι κατά τι μικρότερη απ’ ό,τι υπολόγιζες αρχικά.
Και, σίγουρα, δε θα είναι μαζί σου.

10/5/12

11.


Βρες μου ένα κλαράκι. Από κάποιο κήπο, εδώ δίπλα. Κόψε το από έναν θάμνο ή ένα λεπτόκορμο δέντρο. Να ‘ναι γκρι, αν μπορείς. Μην το μαζέψεις από κάτω.
Κόψε το και βάλτο στο χέρι μου.
Να έχω κάτι να δαγκώνω τα βράδια, για να μη σπάσω απ’ τη μανία τα δόντια μου.

4/5/12

10.


«Είσαι μια ωραία πεταλούδα».
Με ποια έννοια απ’ τις δύο; Της νύχτας ή της μέρας;
Έχει δει ποτέ του πεταλούδα της μέρας;
Δυο δρόμους πιο κάτω απ’ τον δικό μου εμφανίζονται, ενίοτε, μερικές κυρίες με μαύρες κάπες ή κόκκινες του αίματος και περιμένουν πάνω σε ψηλοτάκουνα.
Εγώ φοράω φλατ παπούτσια, για να μην καρφώνουν τα τακούνια μου ανάμεσα στις τετράγωνες πέτρες. Και για να γλιτώνω τη δόση του επίπλαστου μοιραίου. Και τις εντυπωσιακές τούμπες στη μέση της πόλης – μουσείου.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, όταν ήρθα για πρώτη φορά, ήμουν δέκα χρονών και κρατούσα μαζί μου μια Μπάρμπι – αεροσυνοδό, για να μου σερβίρει το γάλα μου στη διαδρομή από την Ελλάδα. Μου είχαν ψωνίσει οι γονείς μου ένα τζιν παντελόνι με λουλουδένια ζώνη, από τις Galleries Lafayette. Κανένα φως δεν είχε τότε το Παρίσι. Ούτε πεταλούδες είχε, ήταν Αύγουστος και πιθανότατα είχαν ποδοπατηθεί από βιαστικά Peugeot, που πήγαιναν τον κόσμο στα εξοχικά του, στη νότια Γαλλία.

[Εκτός αν τις πεταλούδες είχαν φάει τα λιοντάρια μπροστά απ’ τα Peugeot, δεν ξέρω. Πολύ είχα στενοχωρηθεί.]

Τότε δεν ήξερα γαλλικά, ήξερα μόνο τις Μπάρμπι μου. Στο δρόμο για τη Γαλλία είχαμε σταματήσει να βάλουμε βενζίνη και είχα βρει στην καφετέρια του βενζινάδικου μια μικρή πισίνα με πλαστικά μπαλάκια. Για βουτιές. Βουτιές. Στη μέση της Autostrada.
ΒΟΥΤΙΕΣ.

«Είσαι μια ωραία πεταλούδα», όπως λέει το τραγούδι. Όχι το «μια ωραία πεταλούδα». Το άλλο τραγούδι.
«Λυπάμαι, δεν το ξέρω αυτό που μου λες. Και δε θα το μάθαινα, για όλο το τσάι της Κίνας».

Έκλεισα το τηλέφωνο.
Ωραίο πράγμα οι βουτιές.