31/7/12

45.


Αν είχα μια Πιούζυ, 
θα την πήγαινα βόλτα στην πόλη, 
να μετρήσει τα τουβλάκια των οδών
και να μυρίσει την υγρασία ανάμεσα στα παρτέρια.

Τώρα που είναι καλοκαίρι και υπάρχει
πιθανότητα ν' ακούσεις,
αν είσαι τυχερός, 
κάποιο μπάσο να 
τινάζει τις χορδές του πάνω στους λεπτούς τοίχους
των σπιτιών. 







28/7/12

44.

Σε κάθε γέννα, πρέπει να πηγαίνεις δώρο
ένα μεταλλόφωνο.
Για το μωρό.

Κι ένα ξυλόφωνο,
για τη μαμά. 

Έτσι το έχω σκεφτεί.

Μουσική είναι οι οικογένειες.

24/7/12

43.

Χιόνισε το Μάρτη, κάποια στιγμή, που δεν είχα δει τον καιρό
και ξύπνησα το πρωί εκείνο, 
με δύο παπλώματα κοιμόμουν τότε
και με άπειρα φάρμακα, 
είχα πάθει τραχειοβρογχίτιδα και δε μπορούσα να μιλήσω,
έβγαζα μακρόσυρτες, περίεργες κραυγές αντί για φωνήεντα,
για τα σύμφωνα που μ' έπνιγαν, ούτε λόγος, 
όσο μ' έπνιγαν αυτά,
άλλο τόσο τα βούλιαζα εγώ μέσα σε μια γυάλα με καυτό νερό,
ξεκολλούσαν οι ακρούλες από τα "σ" και τα "μ" 
και πέθαιναν μέσα στους ατμούς,
όπως πέθαινε κι ο χιονάνθρωπος που είχα φτιάξει 
στην Place des Vosges, 
κατ' ανάγκη σιωπηλή, εκείνο το πρωί, που φόρεσα μπότες χιονιού
και πήρα το πάπλωμά μου και πρόσεχα σ' όλο το δρόμο
μη στρίψω απότομα και διαλύσω τους χιονάνθρωπους
των άλλων,
κατά μήκος των πεζοδρομίων,
ενώ για τον δικό μου χιονάνθρωπο, δίπλα
απ' το συντριβάνι, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε,
όταν του έφυγε το δεξί μαύρο κουμπί,
που είχε για μάτι και το κασκόλ του κρυστάλλιασε,
σαν τα νερά στο συντριβάνι
και τελικά κάποιος έκρινε ότι έπρεπε να του ρίξει
κάτω το μικρό του κεφάλι, το "πολύ ενοχλητικό"
μικρό του κεφάλι, 
δεν τον βρήκα ποτέ αυτόν/αυτήν - δεν ξέρω τί ήταν -
να σπάσω με το κούτελό του όλα τα κρύσταλλα του συντριβανιού,
που επέστρεψα από το μάθημα ένα απόγευμα,
τρέχοντας, για να δω το χιονάνθρωπο
και βρήκα μια μπάλα με ένα κουμπί για μάτι, στη θέση της μύτης,
χάμω,
κι ένα σώμα με αποτυπώματα από πατούσες λασπωμένες
κι από τότε είπα ότι δε θα ξαναφτιάξω ποτέ,
κανένα χιονάνθρωπο και τίποτα απ' το νερό,
θα το χρησιμοποιώ μόνο για να διαλύω τα φακελάκια
με τη σκόνη για το ζελέ κεράσι
και να καταπίνω τα φάρμακά μου.

Σαν σήμερα πριν δεκάξι χρόνια 
είχα μπει σ' ένα πιλοτήριο,
για να πάω στο Άμστερνταμ,
έφερναν στον πιλότο τα παιδάκια της πτήσης
ζωγραφιές κι αυτός τις στόλιζε
μπροστά, στο τζάμι του
και δεν τις έβγαλε ούτε στην προσγείωση,
γιατί δε φοβόταν, ούτε αυτός, ούτε εγώ, που ήμουν
δεκατριών χρονών και κανονικά έπρεπε
να φοβάμαι,
αλλά από τότε έμαθα ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος λόγος
κι αυτό εντέλει μ' έκανε να κλαίω για έναν
χιονάνθρωπο που κατέστρεψαν τόσα χρόνια μετά,
γιατί ποτέ δε φοβήθηκα να φτιάξω κάτι, 
μην τυχόν και μου το χαλάσει κάποιος άλλος. 









22/7/12

42.

Έχουν μείνει κάτι "υπόλοιπα".
Κάτι ψιλά, ρε παιδί μου, πώς το λένε.

Δεν τους έδινα σημασία κι έγιναν μεγάλα,
ενοχλητικοί μπάμπουρες.

Ασημένιοι είναι οι μπάμπουρες, ρε μαλάκα, ή χρυσοί;
Ή χρυσοπράσινοι;

Ναι, πάλι στο παγκάκι είμαι, τί θες;
Στο Forum des Halles.

Να μη σε νοιάζει ποιό βιβλίο έχω μαζί μου.

Ποιά "Νέα Ζωή", μωρέ χαζέ.

Ούτε εσύ ξέρεις τί κάνεις εκεί, ούτε εγώ ξέρω τί κάνω εδώ.

Στην "έφερα", εγώ ξέρω τί κάνω εδώ.
Σιγά μη μου την "έφερες" εσύ.

Ο σελιδοδείκτης είναι ένα φτερό.
Θα πετάξει και το βιβλίο μαζί του. Είναι ελαφρύ, σαν μους.

Σ' άρεσε, ε;
Θα ξαπλώσω τώρα, άσε με.
Ναι, θα λιώσω σαν τη μους στον ήλιο.

(ο παρισινός ήλιος δε λιώνει ούτε τη σιχαμερή μέδουσα που έφτυσα
στο μπαλκόνι
προχτές
το βράδυ από μέσα μου)



21/7/12

41.

Νατ,

Δε σηκώνω κανένα τηλέφωνο. Μπαίνω στο email μου και βλέπω μόνο οδηγίες του καθηγητή.
Η μαμά μού έστειλε μια κούτα πράγματα. Άνοιξα και βρήκα μια μελιτζάνα 
από τον κήπο του παππού μου.
Κι ύστερα άλλη μία. Κι άλλη μία. 


Έφτασαν κι οι ντομάτες, στην ίδια κούτα, δυο πακέτα καφές ελληνικός, ΙΟΝ αμυγδάλου.
Μέσα σ' όλα αυτά, μου είχε τυλίξει και μια κούπα στο χρώμα του πάγου. 
Αν είχε τυλίξει πάγο, μάλλον δε θα έφτανε ως εδώ. 
Δεν ξέρω αν προτιμούσα την κούπα ή τον πάγο.

Τα λαχανικά μπήκαν στο ψυγείο, τα υπόλοιπα έμειναν μέσα στην κούτα.

Δεν μαγειρεύω πια τόσο συχνά, δεν έχω βαρεθεί, αλλά δε βρίσκω κάποιο σκοπό σ' όλο αυτό. 
Μπορεί και να στο 'χω αναφέρει ξανά αυτό, συγγνώμη.

Μπορείς να καθίσεις έξω χωρίς μπουφάν. Τα βράδια. Για λίγες μέρες θα είναι αυτό, μετά θα μας ρημάξει πάλι η υγρασία. 
Στη μέση του Pont Neuf έχω μείνει. Ούτε βήμα πιο κει. Προχωράω ακριβώς μέχρι τη μέση,
ρίχνω ένα κομμάτι μπαγκέτα μέσα στο ποτάμι και φεύγω.

Σήμερα το πρωί βρήκα κάτω από την πόρτα μου ένα περίεργο φτερό.
Ανθρώπινο φτερό. 
Θα μπορούσε ν' ανήκει και σε πουλί.
Αλλά όχι. 
Τα πουλιά στο Παρίσι είναι μικρά, καφετιά και εχθρικά. 
Δε θα ερχόταν ποτέ στην πόρτα μου ν' αφήσουν σημάδια ύπαρξης. 

Αυτό ήταν ένα φιλικό "ανθρωπούλι". 

Aλήθεια. Μπορεί να φύτρωσαν φτερά στον καθηγητή,
όπως στ' αδέρφια του, πάνω από εκείνη
τη φωτογραφία. 
Μπορεί να ήρθαν από εδώ τ' αδέρφια του και να μου άφησαν το φτερό, σαν προειδοποίηση. 
Ότι "ξέρουμε". Πως ξέρεις. Για τη φαρμακερή μάγισσα.
Καλά, ας ξανάρθουν, θα τους ψεκάσω με σπρέι πιπεριού.

Δεν έχω σπρέι πιπεριού. 
Θα τους μιλήσω. Θα τους εξηγήσω ότι δε φταίω εγώ που κατάλαβα.
Και καλύτερα να μην είχα καταλάβει. 

Το πάπλωμα είναι στο ντουλάπι.

Δεν σηκώνω κα-νέ-να τηλέφωνο.
Απαντάω σε μηνύματα επείγοντα, τους λέω "είμαι στους δρόμους του Μαραί
και περιφέρομαι από μουσείο σε πλατεία και πίσω στο Δρόμο μου".
Το έχω αποθηκεύσει και το στέλνω σε όλους. 

Μερικές φορές είναι αλήθεια. 

Ο αδερφός μου, μού είπε ότι μου λείπει η συντροφικότητα. Μίλησε ο "Μίστερ Συντροφικότητα" της χρονιάς. 

Εγώ νομίζω ότι μου λείπει ο υδράργυρος. Αυτός μέσα στο θερμόμετρο, που σπάει και σκορπάει
στα χλιαρά σεντόνια.
Γίνεται μπίλιες κι αν κατά λάθος τον καταπιείς, δεν είναι ανιχνεύσιμος στον οργανισμό.
Δε δημιουργεί ιόντα.

Ατόφιο δηλητήριο κάτω απ' την πιασμένη μασχάλη.
"Σφίξε το μπράτσο σου και κράτα καλά, μη μετακινηθεί το γυαλί". 

Μη σου φύγει το δηλητήριο στα σεντόνια, κατάλαβες;

Το μπράτσο το σφίγγω μόνη μου, μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία.
Απλά κάποιος μου το τοποθέτησε σωστά από την αρχή. 

Νατ, στείλε μου έναν αναπτήρα με μια ηλίθια διαφήμιση πάνω. 
Λάστιχα, ζάντες, έντονα χρώματα, λογοπαίγνια.

Αυτό μου 'χει λείψει.



ΥΓ. Έχεις δει ποτέ "ανθρωπούλι";









16/7/12

40.


Στο μέλλον, που θα ‘ναι όλα καλά.

Θα κόψουμε τα λίπη και τα έλαια.
Θα τρώμε μόνο καρπούς που θα πέφτουν από τα δέντρα, πάνω στο κεφάλι μας.
Χαρωποί Νεύτωνες.

Θα πηγαίνουμε παντού με τα πόδια.
Το αυτοκίνητο θα μένει βρώμικο στο σκεπασμένο γκαράζ.

Θα χρωστάμε χάρες μόνο στα κατοικίδια ζώα μας.

Ο καφές θα εμφανίζεται μπροστά μας, με δυο κύβους ζάχαρη και τη σκέψη, μόνο.

Τα φινιστρίνια των φέρρυ-μπότς θα είναι πολυγωνικά, 
με πλαίσια από ουρανούς Φλαμανδών ζωγράφων.
Τα ράφια θα ξεσκονίζονται μόνα τους και τα βιβλία θα ταξινομούνται κατά σειρά προτεραιότητας στο διάβασμα.

Στο μέλλον, που θα ‘ναι όλα καλά.

Θα βλέπουμε όλοι μαζί βιντεοταινίες από τη δεκαετία του ’80 και θα γελάμε τσουγκρίζοντας μπύρες με ξεθυμασμένο ανθρακικό.
Θα χωρίζουμε χωρίς κακίες και χωρίς να μοιράζουμε πιάτα και πιατέλες.

Το δέρμα μας θα μυρίζει αλάτι ή ζάχαρη. 

Αλατάνθρωποι και Ζαχαράνθρωποι.
Να λιώνουμε μαζί στη βροχή, για να ξαναφτιαχνόμαστε, με μικτή σύσταση, ανακατεμένοι με πετρούλες του δρόμου.
Στις εκδρομές δε θα ρωτάμε τους γονείς «πότε φτάνουμε».

Οι πατούσες μας θα γίνονται τα βράδια γατίσιες, για να σκαρφαλώνουμε αέρινα ο ένας πάνω στον άλλο.
Δε θα παραδινόμαστε ποτέ.

Στα τρίποντα θα είμαστε πάντα εύστοχοι. 
Όταν το θέλουμε πολύ, δηλαδή.

Στο δρόμο θ’ ανταλλάζουμε βιβλία με αγνώστους.
Θ’ ανταλλάζουμε γλυκά και μισοκαπνισμένα τσιγάρα, 
μέσα σε ζωγραφισμένα, 
ανοιχτά θέατρα.

Στο μέλλον, που θα ‘ναι όλα καλά, η οδήγηση δε θα με ζαλίζει.
Ούτε το αψέντι θα με ζαλίζει.
Ούτε η τηλεόραση.

Στο μέλλον, που θα ‘ναι όλα καλά, 
θα είσαι κι εσύ καλά.
Και θα παίζουμε φρίσμπι με τους δίσκους μας μέσα στο σαλόνι μας, 
θα χοροπηδάμε πάνω σε μαξιλάρες, 
μαζεύοντας επτάιντσα στον αέρα.

Θ’ αγκαλιαζόμαστε πάνω σε κομμάτια των βινυλίων 
που δε θα προλαβαίνουμε να πιάσουμε. 
Αυτά θα πέφτουν οριζόντια πάνω στα κρύσταλλα.
Θα καταστρέφουμε τη λίστα γάμου, τον οποίο ποτέ δε θα έχουμε τελέσει επισήμως.

Οι Αλατάνθρωποι δε θα παντρεύονται Ζαχαράνθρωπους. Δε θα χρειάζεται.

Στο μέλλον, που θα ‘ναι όλα καλά.
Θα ορκιζόμαστε αιώνια πίστη, με τα χέρια πάνω στη «Ντισκολάτα».

14/7/12

39.

Ο (ηλίθιος) Φρανσουά ήθελε κάποτε να πάμε να ζήσουμε 
εκεί που δεν είχε ούτε μία θλιμμένη πολυκατοικία.

Θα κυκλοφορούσα, σαν τσιμεντάνθρωπος, μόνο τη νύχτα.
Τυφλοπόντικας.

Σήμερα έκλεισαν την κυκλοφορία στο "αστέρι" των Champs-Élysées.
Ο Φρανσουά έχει, κάθε χρόνο, οργανωτικό ρόλο στην παρέλαση.
Και φέτος, προφανώς, τον ίδιο ρόλο θα είχε, εκτός αν είχε ξεκουμπιστεί από καιρό, με προορισμό τη Lille. 

Βαβούρα στους δρόμους, τουρίστες, γαλλικές σημαίες, έξαλλοι Γάλλοι αστυνομικοί.

Θα πας στη Βαστίλλη, δε θα πας στη Βαστίλλη, αφού κάθε χρόνο πας στη Βαστίλλη, είσαι τόσο γραφική και κάνεις ότι γιορτάζεις μια ξένη εθνική γιορτή, δεν είναι ξένη εθνική γιορτή, είναι γιορτή όλων μας, αλλά πού να ξέρετε, αν νόμιζα ότι ήταν "ξένη" εθνική γιορτή, θα πήγαινα στη στρατιωτική παρέλαση, να στηθώ να χειροκροτάω τ' άλογα για το κουράγιο τους, μέσα σ' αυτή την υγρασία και τα παράλογα της Γαλλίας μου.

Ναι, "μου", είναι και δική μου και όλων μας.  

Τελικά αποφάσισα να πάω στο Canal μ' ένα βιβλίο, να ρίξω μερικές αθώες πέτρες στη ροή και να περπατήσω το απόγευμα μέχρι τη Βαστίλλη ή απλά να γυρίσω στο Δρόμο, γιατί δεν κερδίζεις πάντα κάτι, αν μαζεύεσαι με πολύ κόσμο έξω από ένα φρούριο.

 

12/7/12

38.


Οι ερημικές παραλίες είναι μια επιφανειακή ανατριχίλα στους ώμους 
και μια παμπάλαιη φοβία 
ότι κάποιος θα σε ξεχάσει στην άκρη της σκιάς και θα σε βρουν σε δέκα χρόνια, 
ρουφηγμένη από τ’ ασβεστολιθικά πετρώματα. 

Δεν κάνω προσπάθεια για να μεταβάλω τη γνώμη τούτη.

Στη μέση της βιβλιοθήκης, 
μου ήρθε η εικόνα των νερών που εισρέουν από τα εργαστήρια του πάνω ορόφου, 
παρασέρνουν τα μικροσκόπια, 
τα αντιδραστήρια, 
τις φυγόκεντρους, 
τις καρτέλες υπομνήσεως, 
τους υπολογιστές 
και τις πάνινες τσάντες.

Και μας ξερνάνε, ένα χαρτοπολτό με μεταλλικές άκρες, 
σε μια τέτοια παραλία, 
να παριστάνουμε τα στρώματα των απότομων πετρωμάτων.

Δε θέλω να γίνω γκρεμός.

10/7/12

37.


Dementia
Στον ύπνο μου είδα το παλιό Μοναστήρι των Βενεδικτίνων της Notre-Dame-des-Blancs-Manteaux.
Αυτό που ήξερα από την κάτοψη.
Μαύρο ήταν μέσα, με πολλές παλιές γούρνες, πράσινα νερά, γαλανά σε μερικές αίθουσες, παντού κεριά, μερικά δεμένα σφιχτά σε καστανιές, χτισμένες μέσα στις πέτρες. 

Άντρες με μακριά γένια προχωρούσαν και με κοιτούσαν περίεργα.
Δε φαινόταν καλόγεροι.
Είχαν διώξει τους επισκέπτες Guillemites.

Ψέματα, δεν ήταν μόνο επισκέπτες οι Guillemites.
Ιδρυτές ήταν. 

Το λευκό σ’ αυτούς το χρωστούσαν οι Βενεδικτίνοι.
Παίρνεις το λευκό παλτό των Guillemites, αλλάζεις όνομα προς το πολύχρωμο, φτιάχνεις ένα λικέρ και γίνεσαι «άλλο τάγμα».

Πάλι μοναχός είσαι, βέβαια.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές σταμάτησε να γράφει, γιατί τον τύλιξε η démence.
Του φόρεσε ένα λευκό παλτό πάνω απ’ τους νευρώνες και τον άφησε σε μια καρέκλα μπαμπού, να παρατηρεί το Μακόντο από απόσταση.
Τα εκατό χρόνια μοναξιάς του δεν είχαν τελειώσει με τη λυτρωτική απουσία των Μπουενδία. 

Κάποιοι Βενεδικτίνοι θα τους αντικατέστησαν κι αυτούς.

Άνοιξα το Βιβλίο στην τελευταία σελίδα.
Ό,τι κι αν έχει ξεχάσει, θα θυμάται πάντα την τελευταία παράγραφο.

(και δεν θα 'ναι ποτέ μονάχος του)

9/7/12

36.


- Πού θα πάτε διακοπές, δεσποινίς;
- Δε γνωρίζω ακόμα αν θα πάω διακοπές.
- Α, μα πρέπει, τώρα που κάνει ζέστη στην πατρίδα σας, πρέπει να πάτε, νομίζω.
- Δεν είναι πατρίδα μου.
- Τι εννοείτε, δεν είστε από εκεί;
- Από «εκεί» είμαι, το «εκεί» ενέχει μια σχετικότητα.
- Α, γνωρίζω περί σχετικότητος, λίγα πράγματα, ο γιος μου δουλεύει μαζί μας, εδώ στο café, αλλά η κόρη μας είναι φυσικός και μου έχει εξηγήσει, λίγο, περί σχετικότητος και διαφόρων άλλων, έτσι, φυσικών θα έλεγα, πραγμάτων.
- Μάλιστα.
- Τί, δε με πιστεύετε;
- Σας πιστεύω. Σχετικά μιλώντας.

(εκεί χαμογέλασα, φλύαρη αυτή, η κόρη της θα υποφέρει όποτε βρίσκονται, Χριστούγεννα και Πάσχα δηλαδή ή μάλλον μόνο Χριστούγεννα).

- Έχω έρθει, πάντως, στην πατρίδα σας, το ’96, λαμπρή χρονιά, το café έκανε τζίρο χιλιάδες φράγκα, δεκάδες χιλιάδες, καλή διαχείριση ήταν αυτό, σε μένα οφειλόταν.
- Σχετικά μιλώντας.

(ξαναχαμογέλασα)

- Είχαμε πάει, που λέτε, το γύρο των Ιόνιων Νησιών, ήταν génial, με τροχόσπιτο, δύσκολο στη μετακίνηση, αλλά génial.
- Ε, αυτό θα ήταν génial, χωρίς καμία σχετικότητα.

(δε χαμογέλασα)

(ούτε αυτή)

- Εσείς έχετε πάει ποτέ στα Ιόνια Νησιά;
- Μια φορά, για να κοπανήσω το δεξί μου πόδι σε κάτι λευκές κροκάλες.
- Mon Dieu, χτυπήσατε πολύ;
- Μερικές χιλιάδες φράγκα. Ήταν κακή διαχείριση αυτό.
- Και μετά; Τί κάνατε μετά;
- Κοπάνησα και το κεφάλι μου.
- Μα, γιατί;

(γούρλωσε τα μάτια)

- Μήπως και επηρεαστεί το κέντρο της γεύσης στον εγκέφαλό μου και σταματήσω να καταλαβαίνω με τί μου μοιάζει ο γαλλικός εσπρέσσο.
- Μα, τί αστεία που είστε!

(το εννοούσε)

Άφησα ενάμισι ευρώ στη μπάρα.

- Merci, Madame Grenier.
- Χαίρομαι κάθε φορά που σας βλέπω, δεσποινίς, να έρχεστε.
- Σαν τη πατρίδα μου είστε κι εσείς, Madame Grenier.

2/7/12

35.


«Ένα quiche μόνο με τυρί, παρακαλώ».
Πολυκοσμία στο φούρνο, πολλή ώρα αναμονή, οκτώ το πρωί όλοι τρέχουν να προλάβουν τα μετρό και τα λεωφορεία και την ουρά του μπροστινού επιβάτη.

Την πρώτη φορά που είχα έρθει στο Παρίσι, δέκα χρονών, ο μπαμπάς μου, μού είχε γράψει μια κασέτα.
Ξεκινούσε μ’ ένα τραγούδι του Paul Anka. Το «Oh, Carol».
Συνέχιζε με το «Se le cose stanno cosi» και μετά είχε μόνο Beatles.
Μόνο αυτή την κασέτα είχα πάρει μαζί μου. Δεν είχα άλλη, εξάλλου.
Την πρώτη φορά που μπήκαμε στη Γαλλία οδικώς, περνώντας από τα δεκάδες τούνελ, άκουγα κάποιο από αυτά τα τραγούδια. 

Κρατούσα και μια Μπάρμπι μαζί μου. Μια Ινδή αεροσυνοδό. Αν και δε χρειαζόμασταν κάποια να σερβίρει.
Κι άλλη μία κούκλα πρέπει να κρατούσα. Μια ξανθιά Μπάρμπι, ασήμαντη.
Κι ένα διαφανές κουτί με τα ρούχα τους.

«Μια τάρτα με φρούτα, παρακαλώ».

Τον Joe Dassin τον έμαθα την επόμενη χρονιά, που ξεκίνησα μαθήματα γαλλικών. Η δασκάλα μάς έβαζε ν’ ακούμε γαλλικά τραγούδια, για να συνηθίσουμε την προφορά.
Χρόνια μετά έμαθα ότι το «L'été indien» δεν ήταν το «ινδικό καλοκαίρι».
Δεν ήταν το παρισινό καλοκαίρι της Ινδής Μπάρμπι μου, μακριά από τις άλλες Ινδές Μπάρμπι των ραφιών.

«Ένα pain au chocolat, παρακαλώ».
Το «ψωμάκι» στα γαλλικά είναι ο αγγλικός «πόνος».
Μπαμπά, σ’ ευχαριστώ που το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν εκεί που το «pain» είναι φαγητό.

Μπορεί στην ταμπέλα του φούρνου να διαβάζω ακόμα το ψωμί ως «πόνο», αλλά σήμερα αγόρασα στις 8 και τέταρτο το πρωί ένα «pain au chocolat», χωρίς να βγω απ’ το σπίτι με το πάπλωμα.