17/1/17

79.

Με πήραν τηλέφωνο βράδυ. Δεν ήξεραν πως δεν μπορούσα να μιλήσω και πώς να το γνωρίζουν, άλλωστε, ακόμα κι όσοι μιλάνε δεν είναι, συχνά, στη θέση αυτή. Έκλεινε το μπαρ, it's closing time, είχα φύγει μια ώρα πριν, από συνήθεια αποφυγής της καλοπέρασης κι όχι γιατί φοβόμουν κάπως ότι θα περάσω την πόρτα μπουσουλώντας, επιστρέφοντας στην παιδική ηλικία με τρόπο οξύμωρο, ζαλισμένη από τα οξέα κάθε είδους και τις ορμόνες σε τρανς.

Θα μπεις στο αεροπλάνο μετά από ένα τέτοιο βράδυ παράξενο, θα πάρεις μια βαλίτσα μικρή, οι δικοί σου θα σε περιμένουν στο αεροδρόμιο σπασμένοι σε οκτώ κομμάτια, ένα για κάθε μήνα αναμονής του μοιραίου, που δεν είχε κανένα λόγο να λέγεται έτσι, θα μπεις σε ένα αυτοκίνητο για να τρέξεις τριακόσια χιλιόμετρα απώλειας, χωρίς να ξέρεις γιατί τρέχεις και γιατί η απόσταση είναι αυτή, θα περάσεις από σπίτια με μαυροντυμένους ανθρώπους, θα ακούσεις ουρλιαχτά, θα παραλάβεις σώματα χωρίς ψυχή μέσα τους, θα σκεφτείς πως πάντα κάποιος πρέπει να είναι ψύχραιμος ή απλά να αδυνατεί να πενθήσει μέσα στον κόσμο, όχι επειδή θα του λείπει το φαινομενικό στήριγμα, το αλκοόλ ή κάτι άλλο, ή ένα χέρι περασμένο στη μέση του, θα κοιτάξεις για πρώτη φορά κάποιους και για τελευταία κάποιους άλλους, θα έρθουν πάνω σου όλοι τούτοι και δεν θα έχεις τι να πεις, γιατί ο όρκος σιωπής σου ενεργοποιείται μόνος του, θα λες από μέσα σου "εγώ είμαι λογοτέχνης" και - τερματίζοντας την αλαζονεία του γραπτού λόγου - θα διαβεβαιώνεις τον εαυτό σου πως εσύ μπορείς να γράψεις μόνο κι όχι να μιλήσεις, γιατί καθένας μπορεί να κάνει το τελευταίο, ακόμα κι ένα μωρό που θα εμφανιστεί στο σπίτι και θα τραβήξει τα βλέμματα ως σωτήρας της στιγμής και της ουσίας, θα περπατήσεις, θα δεις ένα πουλί να απομακρύνεται προς τα σύννεφα και θα πεις "αντίο", στο πουλί και σε όποιον άλλο θέλεις, έτσι λες εσύ "αντίο", έτσι και μέσα από pixels, αυτό μπορείς κι αυτό κάνεις, it's closing time, ένας μικρός λόξιγκας του χρόνου, μέσα στον οποίο βυθίζονται όλα, χάνεται ο δευτερόλεπτο, η ανάμνηση σκαλώνει στις τεχνικές λεπτομέρειες, ποιος θα υπογράψει εδώ και θα πληρώσει εκεί, μουσική πουθενά γιατί θα ήταν απρεπές, αν και κανείς δεν είχε ρωτήσει αυτόν που τον αφορά το θέμα.

"Ήρθε η ώρα να πεθάνω. Αλλά δεν ξέρω και πώς πεθαίνουν". It's closing time, κανείς δεν ξέρει πώς κλείνει κι αν αυτό είναι μόνο.

Κατάλαβα ότι θα πεθάνεις όταν η τηλεόραση που μου είχες πάρει δώρο όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο σταμάτησε να λειτουργεί. Ήταν το πρώτο δώρο που μου έφεραν όταν έμαθα τα ευχάριστα νέα. Κι αυτό εδώ, τα pixels, είναι το τελευταίο δώρο που θα σου κάνω εγώ.









11/1/17

78.

Έπεσα με τις σακούλες στα χέρια. Γύρισε το πόδι μου, ως συνήθως, πατώντας άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Μουσική από παλιά καρτούν έπαιζε στο κεφάλι μου, τον ξεκούρδιστο ήχο της τηλεόρασης μετά την πτώση του αμονιού στο κεφάλι του χαζού ήρωα. Πήγα να σηκωθώ κι ένιωσα στην παλάμη μου ξερή λάσπη.

- Ποιον σώζεις;
- Ποιον;
- Βλέπεις τι έκανες;
- Έπεσα.
- Ξανά.
- Συμβαίνει αυτό.
- Ποιον σώζεις;
- Όποιον βρω.
- Σκεπάζεις ακόμα αγάλματα;
- Πλέον ξέρουν μόνα τους.
- Σκεπάζεις τον κόσμο στα σπίτια όπου μπαίνεις;
- Σκεπάζω.
- Ποιον σώζεις;
- Κανέναν.
- Ξέρεις ποια είμαι;
- Φοράς μπαρέτες με φίδια.
- Άρα ξέρεις.
- Ποιον σώζεις;
- Άσε με να σηκωθώ.
- Θα σώσεις άλλον ένα;
- Θα σώσω όποιον θέλω ή όποιον δεν θέλω.
- Θα σώσεις άλλους δυο, τρεις ή τέσσερις;
- Άσε με να σηκωθώ.
- Πού είναι;
- Στο σπίτι του.
- Πού μένει;
- Ξέρεις πού μένει.
- Εσύ πού μένεις;
- Δεν χωράω σε ένα σπίτι.
- Πού είναι;
- Το σπίτι που χωράω;
- Ξέρεις ποιος.
- Στο σπίτι όπου χωράει.
- Δεν είναι.
- Αφού εκεί χωράει.
- Έχει φτερά και χωράει σε όλα τα σπίτια.
- Και στα δικά μου σπίτια;
- Ανόητη, υπάρχει τοίχος να τον κλείνει;
- Παλιά υπήρχε.
- Παλιά ήταν ακόμα άνθρωπος.
- Παλιά ήσουν κι εσύ άνθρωπος.
- Παλιά ήσουν σωτήρας.
- Ακόμα είμαι.
- Θέλεις να τον σώσεις;
- Μαζί με πόσους;
- Σημαίνει κάτι αυτός;
- Σήμαινε παλιά.
- Οι άλλοι;
- Είναι αδέρφια του.
- Σε νοιάζει τι είναι;
- Τι κάνω;
- Κλείνεις το στόμα σου.
- Τι άλλο;
- Βρίσκεις τσουκνίδες.
- Πού έχει;
- Μόνη σου θα βρεις.
- Κι αν δεν βρω;
- Δεν θα μπορείς να τις πατήσεις.
- Αν τις πατήσω τι κάνω;
- Με γυμνά πόδια τις λειαίνεις.
- Τι τις θέλω;
- Με γυμνά χέρια τις γνέθεις.
- Πού τις γνέθω;
- Τις κάνεις μαλλί και φτιάχνεις ρούχα.
- Ποιος θα τα φορέσει;
- Όλοι τους, αν θέλεις.
- Πότε πρέπει;
- Μέχρι να χιονίσει ξανά.
- Αλλιώς;
- Μένουν πουλιά για πάντα.
- Κι αυτός;
- Κι αυτός και όλοι.
- Πώς τους βρίσκω;
- Θα σε βρουν αυτοί.
- Με έχουν βρει ξανά;
- Σε κάθε σπίτι.
- Μου άφηναν φτερά;
- Στην πόρτα κι αλλού.
- Τι άλλο πρέπει;
- Να μη μιλήσεις σε κανέναν.
- Μέχρι πότε;
- Να ελευθερωθούν.
- Τι θα πω στον κόσμο;
- Ότι κάποτε βρήκες έναν άνθρωπο που θύμιζε το σπίτι σου, το μόνο σπίτι όπου έμεινες για καιρό χωρίς να ψάχνεις ανοίγματα στις πόρτες. Μύριζε όμορφα, γελούσε μαζί σου, σε τσίμπαγε στη μέση, σου δάγκωνε τον λοβό του αριστερού σου αυτιού, σε τύλιγε με μια υπόσχεση ειρηνικής επιστροφής στον προγραμματισμό της ζωής σου, σαν αυτό που έκανες όταν ήσουν ακόμα στο σχολείο, χαζή και επηρμένη πως σου χρωστάει η μοίρα. Ότι μετά τον άφησες γιατί πίστευες σε στίχους νευρωτικών σαραντάρηδων - αδύνατων με τις δυο έννοιες, του βάρους και την έτερη - ή γιατί μισούσες τις ώρες και τα λεπτά, εκτός από τις στιγμές που κατάπινες σωτήρια χάπια, ισιώνοντας παπλώματα - μπέρτες στους ώμους σου, υπερήρωας σε αποτυχημένο reboot. Κι ότι στο ενδιάμεσο απέτυχες να καταλάβεις ότι εκείνος βγήκε πρώτος από την πόρτα, γιατί η τέχνη που είχε μαζευτεί ανάμεσα στα μάτια σου τού θόλωνε την κρίση.

Έφυγε κι αυτή μέσα από μια πράσινη ομίχλη. Σηκώθηκα παγωμένη. Περπάτησα ως το νούμερο 78. Άλλαξα το όνομα στο κουδούνι μου κι έγραψα "Sabotage".


















































9/1/17

76.

This guy feels like home. His smell is juggling my brain
in the course of the night when no one else can narrate to my senses.
He feels like home, though I've never fully touched his palms,
covered in tobacco smells and whiffs of incense. 

This guy feels like home. His posture is no threat to my sight
as he gains control of the room by standing still with a glass of wine.
He feels like home smiling at every thought of mine,
polite as fuck, given that to such act he would never incline. 

This guy feels like home. He's promising to me a ride on a bike,
yet he means the earth with its trees and seas and sand.
He feels like home, though this place I'd never like
and seducing him would never go as planned. 

This guy feels like home. I never look into his eyes,
like a scorned daughter only inspects her father's feet. 
Relentless, he decides to meet with me every time I invent some reason.
I'd go away, leave hometown, but just hoping seems so sweet.