28/5/12

19.


Θυμάσαι πριν οκτώ χρόνια, οκτώ, το «όρθιο άπειρο», τέτοιες μέρες, που ήρθες απ’ το σπίτι της Αθήνας, κι εγώ διάβαζα για να δώσω ένα μάθημα, πολύ δύσκολο, δύσκολο ως το άπειρο;

Θυμάσαι που κρατούσες στα χέρια σου το βιβλίο μου και μου ‘λεγες, «πέταξέ το, μη διαβάσεις».
Χωρίς, βέβαια, να συμπληρώσεις αυτό που περίμενα.
Το «πάμε να φύγουμε, πάμε μια βόλτα εδώ γύρω». Όχι μέχρι το Μεξικό. Μέχρι το σουβλατζίδικο.  

Αντ’ αυτού, φόρεσες τις παντόφλες σου (τις είχες φέρει απ’ το σπίτι σου) και κάθισες στον πορτοκαλί καναπέ κι έβγαλες ένα πακέτο καρέλια.

(τα καρέλια τα σωστά καπνίζονται στις σκάλες)

Το βράδυ ξάπλωσα δίπλα σου στον καναπέ. Δε σε φίλησα, δε με φίλησες. Με το αριστερό μου χέρι μετρούσα τα πλευρά σου.
Ξύπνησα στις 5, για να συνεχίσω το διάβασμα.
Δεν πέρασα το μάθημα. 

Τα πλευρά σου ήταν 11. Όσα μπορούσα να ψηλαφήσω. Δεν έχει σημασία.

Δεν πέρασα το μάθημα.
Δεν πέρασα, ρε βλάκα, το μάθημα και φταις εσύ που μου έβγαλες παντόφλες αντί για ένα παραμύθι παιδικό, στα όρια του απλοϊκού, να το διαβάσουμε αγκαλιασμένοι και να τελειώσει εκεί το άλλο «παραμύθι». Αφού για κάτι παραπάνω δεν ήμασταν.

Σε κάθε περίπτωση, σε θυμήθηκα σήμερα, κατεβαίνοντας τη Rue des Rosiers, επειδή έπεσα πάνω σ’ ένα παντοφλάδικο.
Οκτώ χρόνια μετά, σου εύχομαι να φοράς ανατομικές.

(Εγώ ακόμα ξυπόλυτη και μέσα στο σπίτι και στο γραφείο.
 Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό)

1 σχόλιο:

  1. Μα κανένας ήρωας παραμυθιού δε φοράει παντόφλες.
    Και πώς θα γινόταν η ταύτιση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή