25/5/12

18.


Σήμερα πήγα για ψώνια. Μη φανταστείς πολλά πράματα, καφέδες, φίλτρα, χαρτιά κουζίνας. Τι να κουβαλήσεις μόνη σου.
Ελαφρά αγαθά, σαν την καταναλωτική μου συνείδηση.
Έκανα έναν τεράστιο κύκλο από το σούπερ μάρκετ μέχρι το Δρόμο.
Είδα και τον απέναντι, σ’ ένα παγκάκι. Φυσικά, διάβαζε. Δεν του μίλησα.
(Χωρίς τσιγάρο στο χέρι δε θα μ’ αναγνώριζε, εξάλλου)
Πιο πολύ για να μη με ρωτήσει γιατί δεν κουβαλούσα το πάπλωμα.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι κάπου είχα αφήσει το πάπλωμα.
Το είχα ξεχάσει.
Ξαναγύρισα στο παγκάκι του απέναντι. Τον σκούντηξα: «κράτησε για λίγο τις σακούλες, ξέχασα κάτι, κάπου, πάω να το πάρω κι έρχομαι».
Φυσιολογικό του φάνηκε. Κουβέντα δεν είπε.

Ναι, αλλά πού είχα ξεχάσει το πάπλωμα;
Στο άγαλμα πίσω από τον SaintEustache.
Νομίζω ότι η αρχική μου σκέψη ήταν να το σκεπάσω, γιατί είναι ένα τεράστιο λίθινο κεφάλι, που ακουμπάει σε μια γούβα της κρύας πλατείας και βρέχεται από παντού.
Μέσα στη νύστα μου, το ακούμπησα πάνω στον ιδεατό λαιμό του. Κι έτσι πήγα για ψώνια, ανάλαφρη δήθεν.

Το βρήκα στη θέση του και το έσυρα, όπως ο Αχιλλέας τον Έκτορα σ’ όλο το Beaubourg. Για δική μου τιμωρία που το άφησα, έτσι, χωρίς να νιώσω ότι κάτι μου έλειπε.
Πάντα μου λείπει κάτι.
Γι’ αρχή, ας σκεπάζω αγάλματα που κρυώνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου