11/1/17

78.

Έπεσα με τις σακούλες στα χέρια. Γύρισε το πόδι μου, ως συνήθως, πατώντας άτσαλα στο πεζοδρόμιο. Μουσική από παλιά καρτούν έπαιζε στο κεφάλι μου, τον ξεκούρδιστο ήχο της τηλεόρασης μετά την πτώση του αμονιού στο κεφάλι του χαζού ήρωα. Πήγα να σηκωθώ κι ένιωσα στην παλάμη μου ξερή λάσπη.

- Ποιον σώζεις;
- Ποιον;
- Βλέπεις τι έκανες;
- Έπεσα.
- Ξανά.
- Συμβαίνει αυτό.
- Ποιον σώζεις;
- Όποιον βρω.
- Σκεπάζεις ακόμα αγάλματα;
- Πλέον ξέρουν μόνα τους.
- Σκεπάζεις τον κόσμο στα σπίτια όπου μπαίνεις;
- Σκεπάζω.
- Ποιον σώζεις;
- Κανέναν.
- Ξέρεις ποια είμαι;
- Φοράς μπαρέτες με φίδια.
- Άρα ξέρεις.
- Ποιον σώζεις;
- Άσε με να σηκωθώ.
- Θα σώσεις άλλον ένα;
- Θα σώσω όποιον θέλω ή όποιον δεν θέλω.
- Θα σώσεις άλλους δυο, τρεις ή τέσσερις;
- Άσε με να σηκωθώ.
- Πού είναι;
- Στο σπίτι του.
- Πού μένει;
- Ξέρεις πού μένει.
- Εσύ πού μένεις;
- Δεν χωράω σε ένα σπίτι.
- Πού είναι;
- Το σπίτι που χωράω;
- Ξέρεις ποιος.
- Στο σπίτι όπου χωράει.
- Δεν είναι.
- Αφού εκεί χωράει.
- Έχει φτερά και χωράει σε όλα τα σπίτια.
- Και στα δικά μου σπίτια;
- Ανόητη, υπάρχει τοίχος να τον κλείνει;
- Παλιά υπήρχε.
- Παλιά ήταν ακόμα άνθρωπος.
- Παλιά ήσουν κι εσύ άνθρωπος.
- Παλιά ήσουν σωτήρας.
- Ακόμα είμαι.
- Θέλεις να τον σώσεις;
- Μαζί με πόσους;
- Σημαίνει κάτι αυτός;
- Σήμαινε παλιά.
- Οι άλλοι;
- Είναι αδέρφια του.
- Σε νοιάζει τι είναι;
- Τι κάνω;
- Κλείνεις το στόμα σου.
- Τι άλλο;
- Βρίσκεις τσουκνίδες.
- Πού έχει;
- Μόνη σου θα βρεις.
- Κι αν δεν βρω;
- Δεν θα μπορείς να τις πατήσεις.
- Αν τις πατήσω τι κάνω;
- Με γυμνά πόδια τις λειαίνεις.
- Τι τις θέλω;
- Με γυμνά χέρια τις γνέθεις.
- Πού τις γνέθω;
- Τις κάνεις μαλλί και φτιάχνεις ρούχα.
- Ποιος θα τα φορέσει;
- Όλοι τους, αν θέλεις.
- Πότε πρέπει;
- Μέχρι να χιονίσει ξανά.
- Αλλιώς;
- Μένουν πουλιά για πάντα.
- Κι αυτός;
- Κι αυτός και όλοι.
- Πώς τους βρίσκω;
- Θα σε βρουν αυτοί.
- Με έχουν βρει ξανά;
- Σε κάθε σπίτι.
- Μου άφηναν φτερά;
- Στην πόρτα κι αλλού.
- Τι άλλο πρέπει;
- Να μη μιλήσεις σε κανέναν.
- Μέχρι πότε;
- Να ελευθερωθούν.
- Τι θα πω στον κόσμο;
- Ότι κάποτε βρήκες έναν άνθρωπο που θύμιζε το σπίτι σου, το μόνο σπίτι όπου έμεινες για καιρό χωρίς να ψάχνεις ανοίγματα στις πόρτες. Μύριζε όμορφα, γελούσε μαζί σου, σε τσίμπαγε στη μέση, σου δάγκωνε τον λοβό του αριστερού σου αυτιού, σε τύλιγε με μια υπόσχεση ειρηνικής επιστροφής στον προγραμματισμό της ζωής σου, σαν αυτό που έκανες όταν ήσουν ακόμα στο σχολείο, χαζή και επηρμένη πως σου χρωστάει η μοίρα. Ότι μετά τον άφησες γιατί πίστευες σε στίχους νευρωτικών σαραντάρηδων - αδύνατων με τις δυο έννοιες, του βάρους και την έτερη - ή γιατί μισούσες τις ώρες και τα λεπτά, εκτός από τις στιγμές που κατάπινες σωτήρια χάπια, ισιώνοντας παπλώματα - μπέρτες στους ώμους σου, υπερήρωας σε αποτυχημένο reboot. Κι ότι στο ενδιάμεσο απέτυχες να καταλάβεις ότι εκείνος βγήκε πρώτος από την πόρτα, γιατί η τέχνη που είχε μαζευτεί ανάμεσα στα μάτια σου τού θόλωνε την κρίση.

Έφυγε κι αυτή μέσα από μια πράσινη ομίχλη. Σηκώθηκα παγωμένη. Περπάτησα ως το νούμερο 78. Άλλαξα το όνομα στο κουδούνι μου κι έγραψα "Sabotage".


















































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου