11/2/13

58.


Αγαπημένε τοίχε του σαλονιού μου, σε κοιτάζω με δέος περίπου τέσσερις φορές το χρόνο, κι έτσι όπως έχουν βάψει τη σαγρέ επιφάνειά σου, προσπαθώ να εντοπίσω ανθρωπάκια και άλλα σχήματα που προέκυψαν τυχαία καθώς ο εργάτης εκσφενδόνιζε τα τσιμέντα και τους σοβάδες και τα παστέλ χρώματα που ήταν καταδικασμένα να σκουρύνουν από το καυσαέριο.

Όταν νοίκιασα αυτό το σπίτι, πριν δυο χρόνια, υπέγραψα ένα ιδιωτικό συμφωνητικό - με εγγύηση της Γαλλίδας φίλης Ν - όπου συνομολογούσα, μεταξύ άλλων, πως ουδείς θα έμενε μαζί μου στο χώρο αυτό. Το σπίτι θα ήταν δικό μου και μάλιστα δε θα μπορούσα να είχα μαζί μου ούτε κατοικίδιο ζώο.

Η αλήθεια είναι πως δε θα ήθελα να έχω κατοικίδιο, κυρίως γιατί από τη στιγμή που θα το πιάσω στα χέρια μου θα σκεφτώ πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα πεθάνει. Εκτός κι αν πεθάνω πρώτα εγώ. Αλλά οι πιθανότητες είναι να πεθάνει πρώτα η γάτα και να μείνω μόνη σ' ένα στριμόκωλο σπίτι, να μαζεύω τρίχες επί μήνες, έτσι, για το ενθύμιο των ευχάριστων κουλουριασμένων στιγμών.

Αγαπημένε μου καναπέ, στρογγυλοκάθομαι πάνω σου με μίσος προς τις πτυχές σου, ανακατώνω τα μαξιλάρια σου, μπλέκω τα κουβερτάκια με τα περιοδικά, τους φορτιστές κινητών, τα κουτιά από τα μπισκότα και τις ζελατίνες από τα τσιγάρα. Δε θέλω να στο κάνω αυτό, γιατί εσύ με φιλοξενείς εξαίσια και ορισμένες φορές, όπως καταρρέουν τα καλύμματά σου πάνω μου, νιώθω σα να μου χαϊδεύεις το κεφάλι.

Αγαπημένο μου τραπεζάκι, απλώνω πάνω σου το μεγαλείο του καθημερινού μου χάους, τα φιλτράκια, τα μπισκότα με σχήμα "ανθρωπάκι με χαμόγελο", τα διακοσμητικά μπολ, ένα CD της Βίκυς, μερικές ταινίες που δεν έχω δει ακόμα και που ποτέ δεν πρόκειται να δω, γιατί φοβάμαι τα μάτια των πρωταγωνιστών και τις σταγόνες ιδρώτα του σεναριογράφου, τα τρίμματα καπνού, τα προπέρσινα περιοδικά, τα ίχνη από πιπέρι.

Αγαπημένο μου κρεβάτι, γίνεσαι υπέροχο με τετραπλή δόση αγχολυτικού σε χρώμα λιλά, δυο ώρες πριν την προγραμματισμένη ώρα ύπνου και δυο χώρες απόσταση από την επιθυμητή πραγματικότητα.

Αγαπημένο μου τέρας, ξυπνάς μέσα μου κάθε λίγους μήνες, καπνίζεις όπως τα κάρβουνα, μπουκώνεις τις φλέβες μου και φτερουγίζεις μέσα στο στέρνο μου, σαν ένα πουλί με γρήγορους παλμούς από κατασκευής του, που στην πραγματικότητα ξεψυχάει και σ' αφήνει με το κλουβί μόνο του.

Η προίκα σου είναι το κλουβί σου, το δάχτυλο που χτυπάς ανάμεσα στα λακαρισμένα κάγκελα, το κεφάλι σου το αδειανό, το πνεύμα που ξεπηδάει απ' το ντουλάπι με τα ποτήρια και σου ψιθυρίζει "δε σ΄αγαπάει κανείς, κανείς, κανείς, βάλε μου τώρα να φάω ανθρωποτροφή, δώσε τον ώμο σου να του ανοίξω μια τρύπα, δε θα πονέσεις, θα μπω σα πνεύμα και θα βγω απ' τα μάτια σου".

Αγαπημένο μου πιάτο, δε μπορώ να σε γεμίσω, γιατί δε θέλω να φάω απ' ό,τι κι αν βάλω πάνω σου και το ίδιο ισχύει και για το αγαπημένο μου ποτήρι, αυτό το ψηλό από χοντρό γυαλί, το γδαρμένο απ' το πλυντήριο πιάτων.

Αγαπημένο μου βιβλίο, κρατιέμαι μη σε χαρίσω σε κανέναν άνθρωπο που το μόνο που έχει διαβάσει στη ζωή του είναι οι υπότιτλοι από σαπουνόπερες.

Αγαπημένη μου ύπαρξη, σε συντηρώ με ψήγματα ανθρώπων και τροφών, αναμνήσεις και κουράγιο προηγούμενων μηνών, όχι γιατί πιστεύω πως είμαι σούπερ ηρωίδα και πως ο σκηνοθέτης με συμπαθεί ιδιαιτέρως (και άρα θα με αφήσει να ζήσω),
αλλά γιατί κάποιος γιατρός μου είπε κάποτε πως τα μπαλκόνια υπάρχουν για να καθόμαστε να πίνουμε τον καφέ μας την άνοιξη, κι όχι για να κρεμιόμαστε με χάρη.

Δεν έχω μπαλκόνι στο Παρίσι, δεν έχω άνοιξη στο Παρίσι. Έχω καφέ, θέλεις λίγο εσύ; 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου