10/9/12

52.


Περίμενε το λεωφορείο,
σε μιαν άκρη του δρόμου, 
απέναντι από ένα βουναλάκι γκρεμισμένα κεραμίδια,
ποιος ξέρει ποιο ιπτάμενο τέρας κουτούλησε
το βράδυ ή το ξημέρωμα στη βορειοδυτική γωνία της στέγης
και παραμόρφωσε ένα κτίριο ρυθμού ροκοκό,
το μοναδικό σε δεκαπέντε τετράγωνα,
δεκάδες γόπες έφραζαν τους αρμούς 
των πέτρινων πλακοστρώσεων
(απ' όταν απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους κολυμπούσες 
μέσα σε ζωγραφισμένα από χείλη αποτσίγαρα 
για να πας στη δουλειά σου),
μια Libération προχτεσινή χρωμάτιζε μαύρη μια λακκούβα, 
η επικαιρότητα εξάγει χρώμα - δεν το καταλαβαίνεις; -
οι δρόμοι είχαν κολλήσει,
οι ρόδες των ποδηλάτων γύριζαν με δυσκολία, 
περνώντας πάνω από
πατημένες φράουλες, 
εκεί που μέχρι πρότινος ήταν λιβάδια με άγουρες από αυτές,
μια σκούπα μάγισσας μάζευε μόνη της
τα υπολείμματα χαρτοκοπτικής έξω από ένα νηπιαγωγείο,
κι αυτή περίμενε ακόμα το λεωφορείο,
χωρίς ζακέτα, χωρίς καφέ,
αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου,
γιατί το βράδυ είχε κοιμηθεί αγκαλιά 
μ’ ένα πλάσμα σχεδόν φτερωτό
και μάλιστα, όσο το σκεφτόταν, 
ίσως είχαν πετάξει μαζί το βράδυ
ή το ξημέρωμα 
κι έπαιζαν τρέχοντας πάνω στην οροφή του κτιρίου
κι αυτοί να τη χάλασαν,
ουπς!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου